τὸν δεῖνα τὸν τοῦ δεῖνα

  • 71Μπακ, Περλ — (Pearl Buck, Χίλσμπορο, Βιρτζίνια 1892 – Βερμόντ 1973). Αμερικανίδα συγγραφέας. Από παιδί πήγε στην Κίνα, όπου ο πατέρας της είχε σταλεί ως ιεραπόστολος. Αργότερα επέστρεψε στις ΗΠΑ για να σπουδάσει στο πανεπιστήμιο και μετά ξαναγύρισε στην Κίνα …

    Dictionary of Greek

  • 72Σκέφρος — Μυθικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Τεγεάτη και της Μαιράς και αδελφός του Λειμώνα. Όταν ο Απόλλωνας και η Άρτεμη γύριζαν στη γη και τιμωρούσαν όσους αρνήθηκαν να δώσουν άσυλο στη μητέρα τους Λητώ, που καταδίωκε η Ηρα, ο Σ. τους συνάντησε κρυφά και… …

    Dictionary of Greek

  • 73συνοδεύω — ΝΜΑ [ὁδεύω] 1. βαδίζω μαζί με κάποιον, διανύω απόσταση μαζί με κάποιον, συμπορεύομαι (α. «μαζί να συνοδέψου», Ερωτόκρ. β. «οἱ δὲ ἄνδρες οἱ συνοδεύοντες αὐτῷ εἱστήκεσαν ἐνεοί», ΚΔ γ. «οἱ δὲ φίλοι συνώδευον ἵπποις χρώμενοι», Πλούτ.) 2. (το παθ.)… …

    Dictionary of Greek

  • 74Ιωάθαμ — Όνομα βιβλικών προσώπων. 1. Βασιλιάς του Ιούδα (8ος αι. π.Χ.). Ήταν γιος του Αζαρία ή Οζία και σύγχρονος των προφητών Ησαΐα και Μιχαίου. Κληρονόμησε την ενεργητικότητα του πατέρα του και υπήρξε ευσεβής ηγεμόνας επιδεικνύοντας ξεχωριστό ζήλο για… …

    Dictionary of Greek

  • 75όνος — ο (ΑΜ ὄνος, Α και ὄνος, ή) 1. λόγια ονομασία τού γαιδάρου 2. γένος ψαριών, αλλ. ονίσκος 3. στον πληθ. ως κύριο όν. Όνοι αστρον. δύο αστέρες που ανήκουν στον αστερισμό τού Καρκίνου 4. φρ. α) «όνου σκιά» καθετί το ανύπαρκτο ή ευτελές και ασήμαντο… …

    Dictionary of Greek

  • 76NUPTAALE Poculum — inter Graecorum nuptiales ritus. Cum enim apud hos duae potissimum formulae sacrae habeantur, altera Sponsalium sacrorum, sine celebritate Nuptiali, altera Nuptialium sacrorum, posterior haec Ἀκολουθεία τοῦ ςτεφανώματος vocatur, Ordo sacer… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 77Codex Washingtonianus — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 032 …

    Wikipedia

  • 78Σαν Σαλβαδόρ — (San Salvador). Πόλη 459.902 κάτ.), πρωτεύουσα της Δημοκρατίας του Ελ Σαλβαδόρ και του ομώνυμου νομού (886 τ. χλμ., 1.266.200 κάτ.)· βρίσκεται επί του ποταμού Ασελουάτε και στους πρόποδες του ηφαίστειου Σαν Σαλβαδόρ (1.950 μ.), στον… …

    Dictionary of Greek

  • 79оньсии — (25) мест. указат. 1.Тот, этот: и рекъ к немѹ оньси что ты томѹ велиши творити. медѹ мало варено а дружины много. ЛН XIII2, 1 (1016); ˫авiсѧ ст҃ыи мч҃къ ѥпiскѹпѹ г҃лѧ. по что вы скорбѣте о собе. имьже не прѣбѹду с вами въ цр҃кви. нъ створи любовь …

    Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • 80Χάρυβδις — Μυθικό τέρας που πλάστηκε από τη φαντασία των αρχαίων Ελλήνων θαλασσοπόρων και εμφανίζεται στην Οδύσσεια για πρώτη φορά (μ. 104, κα. 441). Η X. και η Σκύλλα αποτελούν τα δύο δεινά, από τα οποία απειλούνται τα καράβια που διέρχονταν από τα… …

    Dictionary of Greek