τίνυμαι
1τίνυμαι — ΜΑ και τίννυμαι και τείνυμαι και μτγν. ενεργ. τ. τιννύω Α τιμωρώ («τίνυται ὅστις ἁμάρτῃ», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. παίρνω εκδίκηση, εκδικούμαι για κάτι 2. επιβάλλω ως ποινή, ως τιμωρία («δὶς τόσα τίνυσθαι», Ησίοδ.) 3. (με καλή σημ.) ανταποδίδω 4. (το… …
2τεινύμενος — τίνυμαι punish pres part mid masc nom sg …
3τείνυσθαι — τίνυμαι punish pres inf mid …
4τείνυται — τίνυμαι punish pres ind mid 3rd sg …
5τίνυσθε — τί̱νυσθε , τίνυμαι punish pres imperat mid 2nd pl τί̱νυσθε , τίνυμαι punish pres ind mid 2nd pl τί̱νυσθε , τίνυμαι punish imperf ind mid 2nd pl (homeric ionic) …
6τίνυσθον — τί̱νυσθον , τίνυμαι punish pres ind mid 3rd dual τί̱νυσθον , τίνυμαι punish pres ind mid 2nd dual τί̱νυσθον , τίνυμαι punish imperf ind mid 2nd dual (homeric ionic) …
7τινυμένων — τῑνυμένων , τίνυμαι punish pres part mid fem gen pl τῑνυμένων , τίνυμαι punish pres part mid masc/neut gen pl …
8ἀποτινύμενον — ἀποτῑνύμενον , ἀπό τίνυμαι punish pres part mid masc acc sg ἀποτῑνύμενον , ἀπό τίνυμαι punish pres part mid neut nom/voc/acc sg …
9τίννυμαι — και μτγν. ενεργ. τ. τιννύω Α βλ. τίνυμαι …
10τίνω — Α 1. πληρώνω κάτι που χρωστώ, καταβάλλω κάτι που οφείλω, απαλλάσσομαι από τις υποχρεώσεις μου ανταποδίδοντας κάτι («δασμὸν οὐ μικρὸν τίνει», Σοφ.) 2. ανταμείβω κάποιον για κάτι καλό που μού έχει κάνει, ανταποδίδω καλό για καλό («καὶ μὴν ὀφείλων γ …