τίναγμα
1τίναγμα — a shake neut nom/voc/acc sg …
2τίναγμα — το, ατος 1. κλονισμός, ξετίναγμα, τράνταγμα: Ένιωσα τίναγμα με το σεισμό. 2. ξεσκόνισμα: Τίναγμα του σεντονιού. 3. πήδημα, σαλτάρισμα: Μ ένα τίναγμα έπιασε την μπάλα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3τίναγμα — το, ΝΜΑ [τινάσσω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τινάζω νεοελλ. 1. έντονη και γρήγορη ανακίνηση χαλιού, σεντονιού για την αποτίναξη τής σκόνης, ξεσκόνισμα 2. απότομη και βίαιη αναπήδηση, τράνταγμα, κραδασμός («τα τινάγματα και τα απότομα… …
4τιναγμάτων — τίναγμα a shake neut gen pl …
5τινάγμασι — τίναγμα a shake neut dat pl …
6τινάγμασιν — τίναγμα a shake neut dat pl …
7τινάγματα — τίναγμα a shake neut nom/voc/acc pl …
8τινάγματι — τίναγμα a shake neut dat sg …
9αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… …
10ραβδισμός — ο / ῥαβδισμός, ΝΜΑ [ῥαβδίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ραβδίζω, το χτύπημα με ραβδί ή και με άλλο παρεμφερές όργανο, ράβδισμα 2. (σχετικά με δέντρα) το τίναγμα τών καρπών, ράβδισμα 3. (σχετικά με σιτηρά) το τίναγμα τών σιτηρών στο αλώνι …