τὴν ὑπόσχεσιν
1обѣщаниѥ — ОБѢЩАНИ|Ѥ1 (159), ˫А с. 1.Обещание: се нынѣ гл҃ю ти. потъщисѧ съвьрьшити ѡбѣщаниѥ свое. ЖФП XII, 48а; аще потреба бѹдеть ѥп(с)па поставити... въ трехъ лiцѣхъ избраниѥ... не даниѧ ради ни ѡбѣщаниѧ дара и ѧже по сихъ. но вѣдѧще ихъ правыѧ и… …
2υπόσχεση — η / ὑπόσχεσις, έσεως, ΝΜΑ η διαβεβαίωση ότι θα κάνει κάποιος κάτι, το να αναλαμβάνει κανείς την υποχρέωση να κάνει κάτι (α. «μού έδωσε πολλές υποσχέσεις αλλά δεν τίς τήρησε» β. «πρὶν ἢ τὴν ὑπόσχεσιν ἔργον σοι γενέσθαι», Λουκιαν. γ. «ἐγὼ δ ἂν οὐ… …
3σαίνω — ΝΑ 1. (ιδίως για σκύλους) κουνώ την ουρά ως εκδήλωση αγάπης προς κάποιον 2. μτφ. φέρομαι θωπευτικά, περιποιούμαι κάποιον αρχ. 1. χαιρετίζω («παιδός με σαίνει φθόγγος», Σοφ.) 2. χαροποιώ, ιδίως με ελπίδες («τὰ λεγόμενα... σαίνει τὴν ψυχήν»,… …
4обѣщаныи — (52) прич. страд. прош. 1. Прич. страд. прош. к обѣщати в 1 знач.: всехъ скърбьныхъ избывъше. ѡбѣщана˫а ѹлѹчимъ бл҃га˫а. ИларПоуч XI сп. XII–XIII, 210б; ѡбаче аще и обѣщанаго. намъ цр(с)тви˫а нб(с)наго слабостью не наслѣдѹѥмъ. КН 1280, 608б;… …
5εκπληρώνω — και εκπληρώ ( όω) (AM ἐκπληρῶ, όω Μ και ἐκπληρώνω) 1. εκτελώ κάτι μέχρι τέλους, φέρω εις πέρας («εκπληρώνω την αποστολή μου, τις στρατιωτικές μου υποχρεώσεις, την εντολή που μού δόθηκε) 2. τηρώ («εκπληρώνω την υπόσχεσή μου», «ὑπόσχεσιν ή χάριν… …