τὴν ὀφρὺν εἴς τινα

  • 1τοξοποιώ — έω, Α [τοξοποιός] 1. δίνω σε κάτι σχήμα τόξου 2. φρ. «τοξοποιεῑν τὴν ὀφρῡν εἴς τινα» κοιτάζω κάποιον συνοφρυωμένος, οργισμένος (Λόγγ.) …

    Dictionary of Greek