τὴν ἐπιπολῆς γῆν

  • 1ορυκτός — ή, ό (Α ὀρυκτός, ή, όν) [ορύσσω] 1. αυτός που βρίσκεται μέσα στη γη και εξορύσσεται με εκσκαφή («ἀποσύραντι τὴν ἐπιπολῆς γῆν εὐθὺς ὀρυκτὸν εὑρίσκεσθαι χρυσόν», Πολύβ.) 2. ο αυτοφυής, δηλ. αυτός που βρίσκεται εκ φύσεως στη γη και δεν… …

    Dictionary of Greek