τὴν ἀπολογίαν
1отъвѣтъ — ОТЪВѢТ|Ъ (611), А с. 1.Ответ на вопрос, разъяснение: Аѳанасиеви ѿвѣти. противѹ нанесеныимъ ѥмѹ отьвѣтомъ. ѿ нѣкыхъ правовѣрьныихъ. о различьныхъ главизнахъ. (ἀποκρίσεις) Изб 1076, 114 об.; и ѥлико ѹбо наказани˫а сѹть. и ѥлико ѹставьна˫а. и ѥлико… …
2Ευνόμιος — (333 – 393; μ.Χ.). Αρειανός επίσκοπος Κυζίκου και ρήτορας. Δάσκαλός του στη θεολογία ήταν ο αρειανός Αέτιος. Εξαιτίας των φρονημάτων υπέρ του αρειανισμού εκδιώχθηκε από την επισκοπή. Το 383 παρέδωσε μία έκθεση πίστης στον αυτοκράτορα Θεοδόσιο,… …
3Ιγνάτιος ο Ουγγροβλαχίας — (Ιωάννης Μπάμπαλος ή Κακουγδός, Μυτιλήνη 1766 – Πίζα, Ιταλία 1828). Μητροπολίτης Ουγγροβλαχίας (1810 15). Υπήρξε λόγιος, δραστήριος πνευματικός και πολιτικός παράγοντας κατά την προεπαναστατική περίοδο και κατά τη διάρκεια του Αγώνα.… …
4παριστάνω — και παρασταίνω / παριστάνω και παρίστημι και παριστῶ, άω, ΝΜΑ νεοελλ. 1. εικονίζω, εμφανίζω παράσταση, ζωγραφίζω, απεικονίζω (α. «η εικόνα παριστάνει τη Γέννηση τού Χριστού» β. «ανάγλυφον παριστών την Αθηνά») 2. (για ηθοποιούς) υποδύομαι έναν… …
5ενυφαίνω — (AM ἐνυφαίνω) υφαίνω (κεντώ) κάτι μέσα σε μια υφαντική ύλη, παρεμβάλλω σχέδια, χρώματα κ.λπ. κατά την ύφανση («θώρηκα... ζῴων ἐνυφασμένον συχνῶν», Ηρόδ.) μσν. εισάγω, υποβάλλω («ἀπολογίαν ἐνυφαίνει τῷ συγγράμματι», Φώτιος) αρχ. 1. υφαίνω σ έναν… …