τὴν ἀπαγωγήν

  • 1въвожениѥ — ВЪВОЖЕНИ|Ѥ (15), ˫А с. 1.Введение во что л.: добро ѥсть и нб҃сьноѥ исправлениѥ. жизни вѣчны˫а ввожениѥ. ˫ако и супротивна˫а. ослушани˫а вводѩща в бѣду. (ἐφόδιον!) ФСт XIV, 51а; въ зла˫а ввожень˫а. в невзратное потеченье. в неутѣшную муку. въ оузы …

    Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • 2Λέσβος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Λαπίθη από τη Θεσσαλία. Φέρεται ως ιδρυτής της πόλης Μυτιλήνης του επίσης ομώνυμού του νησιού του Αιγαίου. Ο Λ. παντρεύτηκε την Μήθυμνα, κόρη του τοπικού βασιλιά Μακαρέα. Ο σχετικός μύθος υποδηλώνει ότι οι… …

    Dictionary of Greek