τὴν ψυχὴν ἀπὸ τῆς ὀργῆς ἐπὶ

  • 1μετακαλώ — και ματακαλώ (ΑM μετακαλῶ, έω) 1. καλώ με απεσταλμένο μου κάποιον να πάει σε άλλο μέρος ή να έλθει εκεί που βρίσκομαι (α. «θα μετακαλέσουν δασοπόνους από όλη την Ευρώπη για το συνέδριο» β. «οι πρεσβευτές μετακλήθηκαν για διαβουλεύσεις με τον… …

    Dictionary of Greek