τὴν προβοσκίδα

  • 31τσε-τσε — (glossina palpalis). Έντομο της οικογένειας των μυϊιδών. Η μύγα αυτή, το κοινό όνομα της οποίας οφείλεται στον βόμβο που κάνει όταν πετάει, ζει στις υγρές ζώνες της κεντρικής και δυτικής Αφρικής· έχει μήκος 8 10 χιλιοστόμετρα και είναι… …

    Dictionary of Greek

  • 32τάβανος — Oνομασία εντόμων της οικογένειας των ταβανιδών, της τάξης των διπτέρων. Ένα από τα γνωστότερα είδη είναι ο τ. των βοδιών (tabanus bovinus), διαδεδομένος στην Ευρώπη, στη βόρεια Αφρική και σε εκτεταμένες περιοχές της Ασίας. Έχει μήκος 2 2½ εκ. και …

    Dictionary of Greek

  • 33δακτυλιοσκώληκες — Φύλο σκωληκομόρφων ζώων με κυλινδρικό σχήμα. Το σώμα τους εμφανίζει μεταμερική δομή, αποτελείται δηλαδή από πολλά δακτυλιοειδή τμήματα (ή μεταμερίδια), σε καθένα από τα οποία υπάρχει μια εσωτερική κοιλότητα που καθεμία περιέχει τα ίδια όργανα. Σε …

    Dictionary of Greek

  • 34διφθέρα — I Το κατεργασμένο δέρμα που χρησιμοποιούσαν για γραφή οι αρχαίοι Έλληνες, αλλά και το δερμάτινο ένδυμα των πιο φτωχών, αγροτών ή βοσκών, που κάλυπτε και το κεφάλι. Κατά τον Ηρόδοτο, οι Ίωνες ονόμαζαν δ. τα βιβλία από πάπυρο, επειδή παλαιότερα,… …

    Dictionary of Greek

  • 35δροσοφιλίδες — (drosophilidae). Οικογένεια κυκλορράφων δίπτερων εντόμων. To σώμα τους, που έχει μήκος κατά μέσο όρο 2 5 χιλιοστά, μοιάζει με αυτό της μύγας. Σε διάφορα είδη η κοιλιά παρουσιάζει έντονους χρωματισμούς. Το κεφάλι έχει μεγάλους σύνθετους οφθαλμούς… …

    Dictionary of Greek

  • 36προβοσκιδωτά — Τάξη θηλαστικών, η ονομασία των οποίων προέρχεται από το ότι είναι προικισμένα με προβοσκίδα. Τα π. εμφανίστηκαν κατά το ηώκαινο στην Αφρική και διαδόθηκαν κατά το τριτογενές και τεταρτογενές σε ολόκληρο τον κόσμο, εκτός από την Αυστραλία· μερικά …

    Dictionary of Greek

  • 37προνομή — η, ΝΜΑ επιδρομή στρατιωτών σε εχθρική χώρα με σκοπό την κάλυψη επισιτιστικών αναγκών, προνομεία νεοελλ. στρ. σχηματισμός ιππικής μονάδας εφ ενός ζυγού με αραιά διαστήματα μεταξύ τών ιππέων αρχ. 1. ό,τι έχει αποκτηθεί με προνομή, τα λάφυρα, η λεία …

    Dictionary of Greek

  • 38τάπιρος — (tapirus). Γένος οπληφόρων θηλαστικών της οικογένειας των ταπιριδών. Πρόκειται για ογκώδη ζώα με παχύ δέρμα και κωνικό κεφάλι, που καταλήγει σε μικρή προβοσκίδα στην άκρη της οποίας βρίσκονται τα ρουθούνια. Τα μπροστινά άκρα τους είναι… …

    Dictionary of Greek

  • 39ανκίλα — (ancilla). Γένος μαλακίων της οικογένειας των ολιβιδών. Ζουν κυρίως στον Ινδικό ωκεανό και την Ερυθρά θάλασσα. Έχουν ωοειδές όστρακο με μήκος περίπου 30 35 χιλιοστά. Το ζώο που βρίσκεται μέσα στη θήκη έχει κεφάλι που καταλήγει σε λεπτή και… …

    Dictionary of Greek

  • 40ανόπλουρα — Έντομα στα οποία υπάγονται οι κοινώς αποκαλούμενες ψείρες, παράσιτα του ανθρώπου και άλλων θηλαστικών, των οποίων απομυζούν το αίμα. Εξαιτίας της προσαρμογής τους στην παρασιτική ζωή δεν έχουν φτερά, ούτε υπόκεινται μεταμορφώσεις. Τα στοματικά… …

    Dictionary of Greek