τὴν προβοσκίδα

  • 11χαυλιόδοντες — Δόντια ζώων μακριά, ισχυρά και συχνά κυρτά, που αποτελούνται από οδοντίνη ή ελεφαντίνη και χρησιμεύουν ως όπλα ή για ιδιαίτερές τους ανάγκες. Γνωστοί και χαρακτηριστικοί είναι οι χ. των ελεφάντων, οι οποίοι αποτελούνται από τους δύο επάνω… …

    Dictionary of Greek

  • 12ανορέγω — ἀνορέγω (Α) [ορέγω «εκτείνω, προτείνω»] (για τους ελέφαντες) σηκώνω την προβοσκίδα προς τα επάνω …

    Dictionary of Greek

  • 13κέφαλo(ν) — το ζωολ. το πρόσθιο τμήμα τού σώματος τών πυκνογονίδιων αρθροπόδων που επιμηκύνεται προς τα εμπρός με την προβοσκίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cephalon < cephal (πρβλ. κεφαλ[ο] *) + κατάλ. on (πρβλ. ον)] …

    Dictionary of Greek

  • 14αιματοπινίδες — Έντομα ημίπτερα του γένους των ψειρών. Πρόκειται για παράσιτα, των οποίων τα τσιμπήματα προκαλούν έντονη φαγούρα. Τα έντομα αυτά έχουν ρύγχος μεγάλο και γαμψό με το οποίο τρυπούν το δέρμα του θύματός τους, ενώ με την προβοσκίδα τους ρουφούν το… …

    Dictionary of Greek

  • 15ελεφαντόρρυγχα ψάρια — Ψάρια του γλυκού νερού, που ζουν στην Αφρική και ορισμένα είδη τους συγγενεύουν με τα γναθόστομα. Το ρύγχος τους είναι στραμμένο προς τα κάτω, μοιάζει με την προβοσκίδα του ελέφαντα και έχει ένα άνοιγμα στην άκρη. Σε ορισμένα είδη μόνο το μαλακό… …

    Dictionary of Greek

  • 16πεταλούδα — I Ακμαίο στάδιο των λεπιδόπτερων. Είναι έντομο με μικρό κεφάλι, αλλά ιδιαίτερα αναπτυγμένο κατά την έννοια του πλάτους τα πλευρικά μάτια είναι σύνθετα, μεγάλα και αποτελούνται από πολυάριθμα ομματίδια ή απλά μάτια (μέχρι 27.000 στη σφίγγα του… …

    Dictionary of Greek

  • 17έντομα — Ζώα ασπόνδυλα που αποτελούν ομοταξία των αρθροπόδων. Περίπου από το ένα εκατομμύριο ζωικών ειδών, που είναι σήμερα γνωστά και έχουν ταξινομηθεί, γύρω στα 750.000 είναι έ., από τα οποία τα 300.000 είναι κολεόπτερα και τα 150.000 λεπιδόπτερα. Το… …

    Dictionary of Greek

  • 18κουνούπι — Κοινή ονομασία δίπτερων εντόμων της οικογένειας culicidae, της υπόταξης των νηματοκέρων. Τα κ. έχουν λεπτό σώμα, που ανάλογα με το είδος μπορεί να ποικίλλει σε μήκος από 3 έως 15 χιλιοστά, και το οποίο φέρει μακριά πόδια. Το μικρό κεφάλι τους… …

    Dictionary of Greek

  • 19Σφιγγίδες — Οικογένεια λεπιδόπτερων, που ανήκουν στη μεγάλη υπόταξη των ετερονεύρων. Το όνομά τους προέρχεται από το ότι οι σχετικές κάμπιες, όταν αναπαύονται, κρατούν το εμπρόσθιο τμήμα του σώματος τους ανυψωμένο, θυμίζοντας κάπως τη στάση των σφιγγών. Οι Σ …

    Dictionary of Greek

  • 20άνθρακας — I (anthrax). Δίπτερο έντομο της οικογένειας των βομβυλιιδών. Πρόκειται για μεγάλη μύγα, που φτάνει σε μήκος τα 25 εκ. Έχει μαύρο σώμα με λέπια και τρίχες, πλατύ κεφάλι και προβοσκίδα που συνήθως είναι πολύ μακριά και λεπτή. Το θηλυκό γεννά τα… …

    Dictionary of Greek