τὴν αἴγυπτον
1AEGYPTUS Turcis Elcuibet — Asiae regio (licet a Ptolemaeo in Africa discribatur) teste Mela l. 1. c. 9. in 2. partes dividitur. Una inferior, quae et Delta, ad occidentem Bechria, et ad ortum Errif, teste Io: Leone, dicitur. Altera Superior, vulgo Sahid, et olim Thebais… …
2συντεχνία — Εμπορική και βιοτεχνική ένωση του Μεσαίωνα, στην οποία ανήκαν όλοι όσοι ασκούσαν την ίδια οικονομική δραστηριότητα, με σκοπό την προάσπιση κοινών συμφερόντων. Οι σ. υπήρξαν ιδιαίτερα πολυάριθμες και ανθηρές μεταξύ 12ου και 14ου αι. Οι ρίζες των σ …
3ταινία — (taenia solium ταινία η μονήρης). Παράσιτο του γένους των πλατυέλμινθων, της τάξης των κεστωδών, της οποίας αποτελεί τυπικό είδος. Η τ. αυτή συμπληρώνει συνήθως την τελική φάση της ανάπτυξής της παρασιτώντας στο λεπτό έντερο του ανθρώπου, όπου… …
4CHAM — I. CHAM Principum Tartarorum quoque nomen est, et lingua illorum Regem, vel etiam magnum Regem significat. Imperium horum Regna Catay, Tangut, et Tainfu: Item provincias Tenduc, Camul, Ciarchiam, etc. complectitur. Vide supra Caganus, Can, Canis …
5περιπατώ — περιπατῶ, έω, ΝΜΑ, και περπατώ, άω, πορπατώ, προπατώ και προβατώ Ν 1. πηγαίνω πεζή, πεζοπορώ, βαδίζω (α. «περπατήσαμε δύο ώρες ώσπου να φθάσουμε» β. «σαν πελελό περιπατείς και τρέχεις», Ερωτόκρ. γ. «περιπατούν οι λέοντες ζητούντες τα κοπάδια»,… …
6εύομβρος — εὔομβρος, ον (Α) 1. αυτός που έχει αφθονία βροχής («εὔομβρον εἶναι τὴν Αἴγυπτον», Στράβ.) 2. συνεκδ. αυτός που ποτίζεται καλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + όμβρος «βροχή»] …
7θαλασσώνω — (Α θαλασσῶ, αττ. τ. θαλαττῶ, όω) [θάλασσα] 1. κατακλύζω με θαλασσινό νερό μια περιοχή τής ακτής («Νεῖλος θαλασσώσας τὴν Αἴγυπτον», Ηλιόδ.) 2. καθελκύω στη θάλασσα, ρίχνω στη θάλασσα νεοελλ. 1. πέφτω στη θάλασσα 2. προκαλώ αναστάτωση, φέρνω… …
8καταθαλαττίζω — (Μ) κατακλύζω κάτι με νερό («καταθαλαττίζει ὁ Νεῑλος τὴν Αἴγυπτον»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + θαλαττίζω (< θάλαττα)] …
9κοχύλι — το (AM κογχύλιον) 1. είδος μικρού οστρακοφόρου μαλακίου, η αχηβάδα 2. το όστρακο κάθε δίθυρου μαλακοστράκου («ἰδών τε τὴν Αἴγυπτον προκειμένην τῆς ἐχομένης γῆς κογχύλιά τε φαινόμενα ἐπὶ τοῑσι ὄρεσι», Ηρόδ.) αρχ. κόχλος, σαλιγκάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …
10Liste griechischer Phrasen/Theta — Theta Inhaltsverzeichnis …