τέλμα
1τέλμα — standing water neut nom/voc/acc sg …
2τέλμα — το, ΝΜΑ έλος, βάλτος, βούρκος (α. «ο κάμπος μετατράπηκε σε ένα τεράστιο τέλμα» β. «ὥσπερ περὶ τέλμα μύρμηκας ἤ βατράχους», Πλάτ.) νεοελλ. μτφ. αδιέξοδο («η κατάσταση έχει περιέλθει σε τέλμα») αρχ. 1. η ιλύς που συγκεντρώνεται στην όχθη ποταμού 2 …
3τέλμα — το, ατος 1. στάσιμο νερό με λάσπη, βούρκος, βάλτος. 2. μτφ., αδιέξοδο: Οι διαπραγματεύσεις βρίσκονται σε τέλμα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4τέλμ' — τέλμα , τέλμα standing water neut nom/voc/acc sg …
5τελμάτων — τέλμα standing water neut gen pl …
6τέλμασι — τέλμα standing water neut dat pl …
7τέλμασιν — τέλμα standing water neut dat pl …
8τέλματα — τέλμα standing water neut nom/voc/acc pl …
9τέλματι — τέλμα standing water neut dat sg …
10τέλματος — τέλμα standing water neut gen sg …