τέλμα
71ՍԿԱԽԱՌՆ — ( ) NBH 2 0718 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 10c, 13c ա. τελματιαῖος coenosus, palustris. իսկ Սկախառն խոնաւութիւն, τέλμα locus coenosus, lacuna. Խառն ընդ սիկ. ցեխոտ, ցխոտ. մօրուտ. տղմուտ. կաւուտ. մրրախառն. դէջ. ճախնուտ.… …
72ՍՄԲԱԿ — (ի, աց.) NBH 2 0723 Chronological Sequence: Early classical, 10c գ. ՍՄԲԱԿ ὀπλή ungula, unguis quadrupedum τέλμα planta ποῦς pes. գրի եւ ՍՄԲԱՏԱԿ. կճղակ. ներբան. թաթ ոտից կենդանեաց. ... *Սմբակք երիվարաց: Սմբակօք երիվարաց: Առ սմբակ պղտորէիր զջուրն.… …
73έλος — το γεν. ους, πληθ. η, κοίλη έκταση εδάφους η οποία καλύπτεται από αβαθή νερά που λιμνάζουν μόνιμα, βάλτος, τέλμα, τέναγος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
74βάλτος — ο το έλος, το τέλμα: Ο βάλτος είναι γεμάτος κουνούπια …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
75λιμνάζω — λίμνασα, αμτβ. 1. σχηματίζω λίμνη, τέλμα: Μετά τη βροχή τα νερά λιμνάζουν στις λακκούβες του δρόμου. 2. μτφ., παραμένω αδρανής, μένω στάσιμος: Το ζήτημα λιμνάζει για πολλά χρόνια …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
76λούτσα — η (λ. σλαβ.) 1. μικρή κοιλότητα του εδάφους γεμάτη βρόμικο νερό, γούρνα, τέλμα. 2. φρ., «Έγινα λούτσα», μούσκεψα, βράχηκα πολύ …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
77τέναγος — το βάλτος, τέλμα, έλος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
78τελμάτωση — η 1. μεταβολή σε τέλμα. 2. ακινητοποίηση, στασιμότητα: Οι σχέσεις είναι σε τελμάτωση …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
79τελματώνω — τελμάτωσα, τελματώθηκα, τελματωμένος 1. μτβ., μεταβάλλω σε τέλμα, βυθίζω σε βόρβορο. 2. αμτβ., τελματώνομαι, σταματώ, μένω στάσιμος: Το έργο τελματώθηκε …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
80(s)tel-1 — (s)tel 1 English meaning: to let flow; to urinate Deutsche Übersetzung: “fließen lassen, harnen” Material: Gk. σταλάσσω, Att. ττω “rinnen lassen; triefen, drip” (probably analogical for άζω), στάλαγμα “drip”, σταλαγμός “das… …