τέλμα
51μπάρα — (I) η 1. μεταλλική ράβδος που ασφαλίζει την πόρτα, σύρτης, αμπάρα 2. κάθετη, οριζόντια ή λοξή γραμμή που χωρίζει στίχους, μουσικούς φθόγγους ή κλάσματα 3. στον πληθ. οι μπάρες α) δύο κάθετες γραμμές οι οποίες χωρίζουν διάφορες σημασίες λέξεων σε… …
52μπατάκι — το βούρκος, τέλμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. batak] …
53μωλώνω — και μολώνω 1. κατασκευάζω μώλο με πέτρες ή με προσχώσεις ή με κυβολίθους, για προστασία τού λιμανιού ή τού όρμου από τα κύματα, ενισχύω ή προστατεύω κάτι με την κατασκευή μώλου, κατασκευάζω προκυμαία για την αποβίβαση και επιβίβαση επιβατών και… …
54παλάσσω — (I) παλάσσω (Α) καθιστώ κάτι μιαρό, ακάθαρτο με ραντισμό («παλάσσετο δ αἵματι θώρηξ», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό ρ., άγνωστης ετυμολ., που εμφανίζει επίθημα άσσω (πρβλ. αιμ άσσω, λαιμ άσσω, σταλ άσσω). Η σύνδεση τού ρ. παλάσσω (Ι) τόσο με τις… …
55στάζω — ΝΜΑ 1. χύνω κατά σταγόνες, αφήνω υγρό να πέσει σταγόνα σταγόνα (α. «τού έσταξα κολλύριο στα μάτια» β. «ἱδρῶτα σώματος στάζων ἄπο», Ευρ. γ. «στάζουσι κόραι δακρύοισιν ἐμαί», Ευρ. δ. «Πατρόκλω... νέκταρ στάξε κατὰ ῥινῶν», Ομ. Ιλ.) 2. αφήνω να… …
56τέναγος — άγους, το, ΝΑ νεοελλ. (γεωλ. οικολ.) κατηγορία υδροβιοτόπου με εμφανές στάσιμο νερό που χαρακτηρίζεται από βλάστηση αγρωστωδών και από ελάχιστα αποστραγγιζόμενα αλλά πλούσια σε μεταλλικά στοιχεία εδάφη αρχ. συν. στον πληθ. τὰ τενάγεα αβαθή νερά… …
57τίλος — (II) ο / τῑλος, ΝΑ τίλημα, τσίρλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. τῖλος, συνδέεται με τ. τής Ινδοευρωπαϊκής που εμφανίζουν όμως διαφορά στο επίθημα: αρμ. t rik «κόπρος», αγγλοσαξ. pĩnan «υγραίνομαι», αρχ. σλαβ. ti na «λάσπη», αρχ. σλαβ. timeno «έλος, τέλμα». Η λ …
58τελμίς — ῑνος, ὁ, Α 1. πηλός ή λάσπη που χρησιμοποιείται ως οικοδομικό υλικό 2. (κατά τον Ησύχ.) «τελμίς ἡ ἐν τοῑς τέλμασιν ὑφισταμένη ἰλύς». [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού τέλμα, με επίθημα ίς, ῖνος, πιθ. αναλογικά προς τον τ. θίς, ινός «ακτή, παραλία» (πρβλ.… …
59τελματήσιος — ον, Α τελματιαίος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέλμα, ατος + κατάλ. ήσιος (πρβλ. γενετ ήσιος)] …
60τελματικός — ή, όν, Α [τέλμα, ατος] τελματιαίος …