τέλμα

  • 41βόρβορος — ο (AM βόρβορος) βρομερή λάσπη, βούρκος μσν. νεοελλ. ηθική ακαθαρσία, διαφθορά αρχ. κόπρανα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ., σχηματισμένη με εκφραστικό αναδιπλασιασμό. Αν υποτεθεί ότι πρόκειται για κληρονομημένη λ., τότε μπορεί να συσχετιστεί με τα… …

    Dictionary of Greek

  • 42γέρρον — γέρρον, το (Α) 1. κάθε αντικείμενο πλεγμένο από ευλύγιστες βέργες, συνήθως λυγαριάς 2. η επιμήκης ασπίδα τών Περσών, σκεπασμένη με δέρμα βοδιού 3. το ψαθωτό τμήμα τής άμαξας 4. η γερροχελώνη, δηλ. πολιορκητική μηχανή σε σχήμα χελώνας… …

    Dictionary of Greek

  • 43κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …

    Dictionary of Greek

  • 44καρστ — (Karst). Περιοχή των ανατολικών Άλπεων, που εκτείνεται σχεδόν ολόκληρη στη Σλοβενία, ενώ ένα μικρό τμήμα της βρίσκεται στην Ιταλία. Το Κ. ορίζεται Α από τους ποταμούς Βιπάκο (Βιπάβα) και Τιμάβο (Ρέκα), ενώ φτάνει στα Δ έως τη νοητή ευθεία που… …

    Dictionary of Greek

  • 45λάταξ — η (Α λάταξ, αγος) νεοελλ. ζωολ. είδος μεγάλων σαρκοφάγων υδρόβιων θηλαστικών με ωραίο τρίχωμα, στα οποία υπάγονται οι ενυδρίδες αρχ. 1. στον πληθ. αἱ λάταγες (στο παιχνίδι τού κοττάβου) οι λίγες σταγόνες τού κρασιού που απέμεναν στον πυθμένα τού… …

    Dictionary of Greek

  • 46λήμη — η (AM λήμη, Μ και λήμμη) ωχρόλευκο λιπώδες έκκριμα τών ταρσαίων αδένων τών βλεφάρων το οποίο συγκεντρώνεται ιδίως στον εσωτερικό κανθό τού ματιού, η τσίμπλα αρχ. 1. στον πληθ. αἱ λῆμαι τα πάσχοντα, τα ερεθισμένα μάτια 2. φρ. α) «ἡ τοῡ Πειραιῶς… …

    Dictionary of Greek

  • 47λίμνασμα — το (Μ λίμνασμα [λιμνάζω] νεοελλ. 1. ακινησία, στασιμότητα νερού, τελμάτωση 2. συνεκδ. στάσιμο νερό, τέναγος, τέλμα, έλος («τα λιμνάσματα τής πεδιάδας») 3. μτφ. αδράνεια, απραξία, έλλειψη δραστηριότητας μσν. καθετί που βρίσκεται σε αφθονία, άφθονη …

    Dictionary of Greek

  • 48λίμουλος — (Limulus). Γένος χηληκεραιωτών αρθροπόδων της οικογένειας των λιμουλιδών, της τάξης των ξιφοσουριδών, της ομοταξίας των μεροστoμάτων. Πρόκειται για υδρόβιο ζώο, χωρίς κεραίες, που αναπνέει με βράγχια. Το μήκος του μπορεί να φτάσει τα 30 εκ., ενώ… …

    Dictionary of Greek

  • 49λιμνάζω — (AM λιμνάζω) [λίμνη] 1. (για θάλασσα ή ποταμό) αφήνω στάσιμα ύδατα, τελματώνομαι 2. (για νερό) είμαι στάσιμος, αποτελώ λίμνη ή τέλμα νεοελλ. 1. μτφ. αδρανώ, απρακτώ, ακινητώ 2. φρ. «λιμνάζον ύδωρ» λέγεται για αδρανή άνθρωπο αρχ. 1. (για το αίμα)… …

    Dictionary of Greek

  • 50λιμόζα — και λιμόζη, η ζωολ. γένος πτηνών τής οικογένειας scolopacidae. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. limosa < νεολατ. limosa < λατ. limosa, θηλ. τού limosus «τελματώδης» (< limus «τέλμα» + κατάλ. osus)] …

    Dictionary of Greek