τέλμα

  • 11τελματιαίος — α, ο / τελματιαῑος, αία, ον, ΝΑ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε τέλμα («ὕδατα τελματιαῑα», Αριστοτ.) αρχ. 1. αυτός που έχει ή που σχηματίζει τέλμα («ποταμοὶ τελματιαῑοι», Αριστοτ.) 2. φρ. «ζῷα τελματιαῑα» ζώα που ζουν σε τέλματα (Αριστοτ.).… …

    Dictionary of Greek

  • 12Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… …

    Dictionary of Greek

  • 13Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …

    Dictionary of Greek

  • 14πηλός — ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. παλός, Α 1. μίγμα αργιλικών, κατά βάση, χωμάτων,ζυμωμένο με νερό μέχρι να γίνει πυκνόρρευστος πολτός, που χρησιμοποιείται για την κατασκευή πήλινων αγγείων, τούβλων, κεραμιδιών κ.ά. αντικειμένων 2. η λάσπη που σχηματίζεται από …

    Dictionary of Greek

  • 15τελμάτιον — τὸ, Α [τέλμα, ατος] υποκορ. τού τέλμα …

    Dictionary of Greek

  • 16τελματώδης — ες / τελματώδης, ῶδες, ΝΜΑ [τέλμα, ατος] ελώδης, βαλτώδης, γεμάτος τέλματα (α. «τελματώδης πεδιάδα» β. «τελματώδης γῆ», Γεωπ.) νεοελλ. μτφ. όμοιος με τέλμα, αποτελματωμένος («τελματώδης κατάσταση») αρχ. 1. (για νερά) αυτός που λιμνάζει, στάσιμος… …

    Dictionary of Greek

  • 17τελματώνω — τελματῶ, όω, ΝΜΑ [τέλμα, ατος] μεταβάλλω σε τέλμα νεοελλ. μέσ. τελματώνομαι μτφ. μένω στάσιμος, αποτελματώνομαι …

    Dictionary of Greek

  • 18Τανζανία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής. Βρίσκεται ανάμεσα στην Kένυα και την Oυγκάντα στα B, στο Zαΐρ, στη Pουάντα και στο Mπουρούντι στα Δ, στη Zάμπια, στο Mαλάουι και στη Mοζαμβίκη στα Ν. Οι ανατολικές ακτές της βρέχονται από τον Iνδικό ωκεανό.H… …

    Dictionary of Greek

  • 19тлеть — тлею, укр. тлiти, тлiю тлеть, гнить , др. русск. тьлѣти, ѣю гнить , тьлити, тьлю губить , тьля гниль , ст. слав. тълѣти φθείρεσθαι (Супр.), болг. тлея тлею, гнию , словен. tlẹti, tlim тлеть , чеш. tliti, слвц. tliеt᾽, польск. tlec, tleję, в.… …

    Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • 20Greeks — This article is about the Greek people. For the finance term, see Greeks (finance). Greeks Έλληνες 1st row: Homer • King Leonidas • Pericles • Herodotus • Hippocrates 2nd row: Socrates • Plato • Aristotle • …

    Wikipedia