τέλεια
1τελεία — τελείᾱ , τέλειος perfect fem nom/voc/acc dual τελείᾱ , τέλειος perfect fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2τελείᾳ — τελείᾱͅ , τέλειος perfect fem dat sg (attic doric aeolic) …
3τελεία — Επίθετο της θεάς Ήρας στη Στύμφαλο της Αρκαδίας, προστάτιδα του γάμου. Ναός της υπήρχε στη Μεγαλόπολη. Άλλος ναός της, στις Πλαταιές, ήταν ονομαστός για το εκεί μαρμάρινο άγαλμά της, έργο του Πραξιτέλη. * * * η, ΝΜΑ γραμμ. η στιγμή, σημείο στίξης …
4τελεία — η σημείο στίξης στο τέλος περιόδου, το οποίο δείχνει πως ό,τι ειπώθηκε έχει τέλειο, ολοκληρωμένο νόημα, η κάτω στιγμή …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5τέλεια — τέλειος perfect neut nom/voc/acc pl …
6τελείας — τελείᾱς , τέλειος perfect fem acc pl τελείᾱς , τέλειος perfect fem gen sg (attic doric aeolic) …
7τελείαι — τελείᾱͅ , τέλειος perfect fem dat sg (attic doric aeolic) …
8τελείαν — τελείᾱν , τέλειος perfect fem acc sg (attic doric aeolic) …
9τέλει' — τέλεια , τέλειος perfect neut nom/voc/acc pl τέλειε , τέλειος perfect masc voc sg τέλειαι , τέλειος perfect fem nom/voc pl τέλειε , τελέω fulfil pres imperat act 2nd sg τέλειε , τελέω fulfil imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …
10στιγμή — Μονάδα χρόνου χωρίς καμιά διάρκεια. Το γεωμετρικό σημείο. Επίσης: ένα από τα σημεία στίξης: κάτω ή τέλεια σ. = τελεία (.), πάνω ή μέση σ. = πάνω τελεία (·), υποστιγμή = το κόμμα (,). Τέλος, σ. είναι η μονάδα με την οποία μετράμε το πάχος του… …