τέθνηκεν ἐπισπασθέντος τοῦ βρόχου

  • 1επισπώ — ἐπισπῶ, άω (AM) 1. σέρνω προς το μέρος μου 2. παίρνω με το μέρος μου, κερδίζω («πέποιθα τοῡτ’ ἐπισπάσειν κλέος», Σοφ.) αρχ. 1. σέρνω προς τα έξω, κλείνω («ἐπισπάσασα τὴν θύραν εἴχετο τοῡ ῥόπτρου», Ξεν.) 2. σφίγγω («ἐπισπασθέντος τοῡ βρόχου… …

    Dictionary of Greek