τάχα ἶρος

  • 1επίσπαστος — ἐπίσπαστος, ον και ός, ή, όν (Α) [επισπώ) αυτός που προκλήθηκε σε κάποιον από δική του υπαιτιότητα («ἡ τάχα Ἶρος Ἄιρος ἐπίσπαστον κακὸν ἕξει», Ομ. Οδ.) 2. θηλειά γερά τραβηγμένη …

    Dictionary of Greek