τάρᾰχος el
1τάραχος — masc nom sg …
2τάραχος — (239 – 304). Ρωμαίος που μαρτύρησε για τη χριστιανική θρησκεία. Γεννήθηκε στην Ισαυρία της Μικράς Ασίας και υπηρέτησε στον ρωμαϊκό στρατό. Μαρτύρησε στην Ταρσό της Κιλικίας. Ο Σεβήρος από την Αντιόχεια έγραψε το 515 εγκώμιό του. Η μνήμη του… …
3τάραχος — ο 1. ταραχή (βλ. λ.). 2. φρ., «Τράβηξε των παθών του τον τάραχο», τράβηξε τα πάνδεινα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ταράχοις — τάραχος masc dat pl …
5ταράχου — τάραχος masc gen sg …
6ταράχους — τάραχος masc acc pl …
7ταράχων — τάραχος masc gen pl …
8ταράχῳ — τάραχος masc dat sg …
9τάραχοι — τάραχος masc nom/voc pl …
10τάραχον — τάραχος masc acc sg …
Страницы