τάλαινα
1ταλαίνᾳ — ταλαίνᾱͅ , τάλας suffering fem dat sg (doric aeolic) …
2τάλαινα — η, ΝΑ βλ. τάλας …
3τάλαινα — τάλας suffering fem nom/voc sg …
4ταλαίνας — ταλαίνᾱς , τάλας suffering fem acc pl ταλαίνᾱς , τάλας suffering fem gen sg (doric aeolic) …
5ταλαίναι — ταλαίνᾱͅ , τάλας suffering fem dat sg (doric aeolic) …
6τάλαιν' — τάλαινα , τάλας suffering fem nom/voc sg τάλαιναι , τάλας suffering fem nom/voc pl …
7επιστένω — ἐπιστένω (AM) [στένω] θρηνώ για κάτι («τί δὴ τάλαινα τοῑσδ’ ἐπιστένεις τέκνοις;», Ευρ.) αρχ. στενάζω αμέσως μετά («ὡς ἔφατο κλαίουσ’ ἐπὶ δ’ ἔστενε δῆμος ἀπείρων», Ομ. Ιλ.) …
8εύφημος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήρωας της Αργοναυτικής εκστρατείας και της Μητιονίκης. Άλλες παραδόσεις τον εμφανίζουν ως κάτοικο του Ταινάρου, όπου ο πατέρας του είχε ιερό, και ως σύζυγο της Λαονόμης, κόρης του Αμφιτρίωνα και της Αλκμήνης. Σύμφωνα με τον… …
9μέλας — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν …
10παιδολυμάς — παιδολυμάς, άδος, ἡ (Α) αυτή που καταστρέφει τα παιδιά («ἁ παιδολυμὰς τάλαινα Θεστιάς», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + λύμη «βλάβη, καταστροφή» + επίθημα άς] …
- 1
- 2