τὰ ὀφιακά
1οφιακός — ὀφιακός, ή, όν (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε φίδι 2. (το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) Ὀφιακά σύγγραμμα τού Νικάνδρου για τους όφεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄφις, ιος + κατάλ. ακός (πρβλ. θηρι ακός: θηριακά)] …
1οφιακός — ὀφιακός, ή, όν (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε φίδι 2. (το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) Ὀφιακά σύγγραμμα τού Νικάνδρου για τους όφεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄφις, ιος + κατάλ. ακός (πρβλ. θηρι ακός: θηριακά)] …