τὰ ἡμέτερα
1ἡμετέρα — ἡμετέρᾱ , ἡμέτερος our fem nom/voc/acc dual ἡμετέρᾱ , ἡμέτερος our fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2ἡμετέρᾳ — ἡμετέρᾱͅ , ἡμέτερος our fem dat sg (attic doric aeolic) …
3ἡμέτερα — ἡμέτερος our neut nom/voc/acc pl …
4ἡμετέρας — ἡμετέρᾱς , ἡμέτερος our fem acc pl ἡμετέρᾱς , ἡμέτερος our fem gen sg (attic doric aeolic) …
5ἡμετεράων — ἡμετερά̱ων , ἡμέτερος our masc/fem gen pl (epic aeolic) …
6ἡμετέραι — ἡμετέρᾱͅ , ἡμέτερος our fem dat sg (attic doric aeolic) …
7ἡμετέραν — ἡμετέρᾱν , ἡμέτερος our fem acc sg (attic doric aeolic) …
8ἡμέτερ' — ἡμέτερα , ἡμέτερος our neut nom/voc/acc pl ἡμέτερε , ἡμέτερος our masc voc sg ἡμέτεραι , ἡμέτερος our fem nom/voc pl …
9ημέτερος — έρα, ο (AM ἡμέτερος, έρα, ον, Α δωρ. τ. άμέτερος, έρα, ον, αιολ. τ. άμμέτερος, έρα, ον) (κτητ. αντων.) 1. αυτός που ανήκει σε μάς, αυτός που προέρχεται από μάς, ο δικός μας («ἡμετέρω ἐνὶ οἴκῳ», Ομ. Ιλ.) 2. (και για έναν κτήτορα αντί τού ενός) ο… …
10Koine Greek — Koine redirects here. For other uses, see Koine (disambiguation). History of the Greek language (see also: Greek alphabet) …