τὰ ἔγγαια
1ἔγγαια — ἔγγαιος neut nom/voc/acc pl ἐγγαιος in neut nom/voc/acc pl …
2ἐγγαίαν — ἐγγαίᾱν , ἔγγαιος fem acc sg (attic doric aeolic) ἐγγαίᾱν , ἐγγαιος in fem acc sg (attic doric aeolic) …
3έγγειος — ο και έγγαιος, α, ο (AM ἔγγειος, ον και ἔγγαιος, α, ον) αυτός που αναφέρεται στη γη, που αποτελείται από κτήματα νεοελλ. 1. «έγγειος ιδιοκτησία» α) ιδιοκτησία που περιλαμβάνει κτήματα με όλες τις απαραίτητες εγκαταστάσεις β) ακίνητη περιουσία 2.… …