τὰ ἐνδιδόμενα
1ἐνδιδόμενα — ἐνδίδωμι give in pres part mp neut nom/voc/acc pl …
2ἐνδιδομένας — ἐνδιδομένᾱς , ἐνδίδωμι give in pres part mp fem acc pl ἐνδιδομένᾱς , ἐνδίδωμι give in pres part mp fem gen sg (doric aeolic) …
3ενδίδω — (AM ἐνδίδωμι) 1. υποχωρώ, υποκύπτω («μή συγχωρεῑν ἐνδόντα τῇ τῶν πλειόνων γνώμη», Δημ.) 2. (για στέγη, πόρτα ή εύκαμπτα αντικείμενα) υποχωρώ, λυγίζω («με την ώθηση η σκεπή ενέδωσε») μσν. προστάζω, διατάζω αρχ. 1. δίνω στα χέρια («ἐνδοῡναι τήν… …