τὰ ἄστρα
1ἀστρά — ἀστήρ star masc acc sg …
2ἄστρα — ἄστρον the stars neut nom/voc/acc pl …
3Καλύβια Αστρά — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 640 μ., 211 κάτ.) του νομού Ηλείας. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο του νομού, 82 χλμ. ΒΑ του Πύργου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λαμπείας …
4τἄστρα — ἄστρα , ἄστρον the stars neut nom/voc/acc pl …
5ἀστρ' — ἀστρά , ἀστήρ star masc acc sg ἀστρί , ἀστήρ star masc dat sg …
6ἄστρ' — ἄστρα , ἄστρον the stars neut nom/voc/acc pl …
7άστρο — και άστρι και αστρί, το (AM ἄστρον) 1. το αστέρι 2. ο έξοχος, ο υπέροχος («αυτός είναι άστρο», «Ἀκροκόρινθον Ἑλλάδος ἄστρον») νεοελλ. 1. ο αστερισμός, το ζώδιο κάθε ανθρώπου («γεννήθηκε σε καλό άστρο») 2. α) «άστρο της ημέρας» ο ήλιος β) «άστρο… …
8απόσταση — Στον ευκλείδειο χώρο (διάστασης 1, 2 ή 3) α. ενός σημείου Α από άλλο σημείο Β ορίζεται το μήκος του ευθύγραμμου τμήματος ΑΒ. Στο επίπεδο (ευκλείδειος χώρος διάστασης 2) α. ενός σημείου Α από μία ευθεία (ε) ορίζεται η α. του σημείου Α από το ίχνος …
9αστέρινος — η, ο 1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στ άστρα 2. εκείνος που έχει πολλά άστρα 3. αυτός που προέρχεται από τ άστρα («αστέρινο φώς») 4. όποιος μοιάζει με άστρο ή έχει τη λάμψη του άστρου («αστέρινη ματιά») 5. ο αστεράτος* …
10μέγεθος — I (Αστρον.). Μέτρο της σχετικής λαμπρότητας των αστέρων και άλλων ουρανίων σωμάτων. Σήμερα, έχει πλέον επεκταθεί για να περιλάβει τα μέτρα των σχετικών εντάσεων ακτινοβολίας από σώματα όπως οι πηγές υπέρυθρης ακτινοβολίας. Όσο φωτεινότερο είναι… …