τὰ ἄστρα
81λαμπετώ — λαμπετῶ, άω (Α) [λαμπέτης] λάμπω, φέγγω, ακτινοβολώ (ἄστρα τε λαμπετόωντα», Ησίοδ.) …
82μαρμαρύσσω — και μαρμαρύζω (Α) [μαρμαρυγή] 1. (για τα μάτια) ακτινοβολώ, λάμπω 2. (για τα άστρα) μαρμαίρω, σπινθηροβολώ, αστραποβολώ …
83μεσουρανώ — (ΑM μεσουρανῶ, έω) (για ουράνια σώματα) βρίσκομαι στο μέσο τού ουρανού, διέρχομαι από τον μεσημβρινό ενός τόπου, είμαι στο κατακόρυφο σημείο («οἷον ὁ ἥλιος καὶ τὰ ἄστρα ἀνίσχοντα καὶ δύνοντα μείζω φαίνεται ἢ μεσουρανοῡντα», Αριστοτ.) νεοελλ. μτφ …
84μιλώ — έω και άω 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο, ομιλώ, λαλώ («το παιδί άργησε πολύ να μιλήσει») 2. συζητώ, συνδιαλέγομαι («μιλάνε συνέχεια και δεν μπορώ να διαβάσω από τη φασαρία») 3. απευθύνω τον λόγο σε κάποιον 4. εκφωνώ λόγο 5. γνωρίζω μια… …
85νυξ — Μυθολογικό πρόσωπο. Προσωποποίηση της νύχτας, ο Όμηρος την παριστάνει σαν μια δυνατή θεά που την τιμά ο Ζευς και η οποια αποκαλείται και δμήτρια, (= δαμάστρια των ανθρώπων) και αμβροσίη (= που αναζωογονεί τους ανθρώπους με τον ύπνο). Ο Ησίοδος… …
86ξεσκουριαστής — ο, θηλ. άστρα [ξεσκουριάζω] 1. αυτός που καθαρίζει μεταλλικά αντικείμενα από τη σκουριά 2. το θηλ. γυναίκα πρόθυμη να ικανοποιήσει τις σεξουαλικές επιθυμίες τών ανδρών που τήν πολιορκούν …
87πέταλο — το / πέταλον, ΝΜΑ, και πέτηλον Α το έγχρωμο φύλλο τής στεφάνης τού άνθους (α. «τα πέταλά του... να τού ανοίξει την αυγή», Γρυπ. β. «χλοερά... ῥόδεα πέταλα», Ευ ρ.) νεοελλ. μσν. μεταλλικό έλασμα που τοποθετείται κάτω από την οπλή ζώων, ιδίως τών… …
88πανάστερος — πανάστερος, ον (Μ) γεμάτος άστρα, κατάστερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἀστέρας] …
89παναίολος — παναίολος, ον (Α) 1. ολόλαμπρος με ποικίλα χρώματα 2. γεμάτος άστρα («παναίολος οὐρανός», Ορφ.) 3. πολυειδής, πολλαπλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + αἰόλος «ευμετάβολος»] …
90περιάγω — ΝΜΑ οδηγώ κάποιον ή κάτι γύρω, περιφέρω (α. «ἄγγελος... στολήν σε... ἠμφίασε καὶ ὡς νύμφην περιήγαγε», Μηναί. β. «τὸ δὲ ἱππικὸν εἰς τὸ Μαιάνδρου πεδίον περιήγαγε», Ξεν.) νεοελλ. κάνω κάποιον να έλθει σε δύσκολη κατάσταση («η χαρτοπαιξία τόν… …