τὰ ἄστρα

  • 61αστροστολισμένος — και στόλιστος, η, ο ο στολισμένος με άστρα …

    Dictionary of Greek

  • 62αστροφόρος — ἀστροφόρος, ον (Α) ο έναστρος, αυτός που είναι γεμάτος άστρα …

    Dictionary of Greek

  • 63αστροχίτων — ἀστροχίτων ( ωνος), ον (Α) (για τη νύχτα) ο ντυμένος με άστρα …

    Dictionary of Greek

  • 64αστρώος — ἀστρῷος, α, ον (Α) αυτός που έχει σχέση με τ άστρα ή που προέρχεται απ αυτά …

    Dictionary of Greek

  • 65γέρνω — (Μ γέρνω) 1. κλίνω προς τα κάτω ή προς τα πλάγια («γείρε τη στάμνα», «γείρε τη σανίδα δεξιά») 2. παρουσιάζω κλίση προς τα κάτω ή προς τα πλάγια («ταπεινότατη σού γέρνει η τρισάθλια κεφαλή», Δ. Σολ. «τα κλαδιά έγερναν από το βάρος τού καρπού») 3.… …

    Dictionary of Greek

  • 66γλήνος — γλῆνος, το (Α) Ι. συνήθως στον πληθ. τα γλήνεα 1. παιχνίδια, στολίδια 2. άστρα II. εν. 1. γλήνη τού οφθαλμού* 2. το φως. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. γλήνη] …

    Dictionary of Greek

  • 67γλυκοσκάζω — (για τα άστρα) ανατέλλω απαλά …

    Dictionary of Greek

  • 68δεκατεύω — (AM δεκατεύω) [δεκάτη] 1. παίρνω ως φόρο το ένα δέκατο τής παραγωγής ή άλλων αγαθών 2. υποχρεώνω κάποιον να καταβάλει «τὴν δεκάτην» αρχ. 1. προσφέρω σε θεότητα το ένα δέκατο τών γεωργικών προϊόντων («δεκατεύων τὰ ἐκ τοῡ ἀγροῡ ὡραῑα θυσίαν ἐποίει… …

    Dictionary of Greek

  • 69δορυφόρος — I (Αστρον.). Κάθε ουράνιο σώμα που περιφέρεται γύρω από έναν πλανήτη και υπακούει στους ίδιους νόμους της ουράνιας μηχανικής που ρυθμίζουν την κίνηση των πλανητών. Τους νόμους αυτούς προσδιόρισε o Γερμανός αστρονόμος Γιοχάνες Κέπλερ. Εξαιτίας… …

    Dictionary of Greek

  • 70είμι — εἶμι (Α) Ι. 1. έρχομαι («εἶμι δεῡρο», εἶμι εἴσω») 2. πηγαίνω (α. «εἶμι οἴκαδε» β. «πάλιν εἶμι» επιστρέφω, ξαναγυρίζω) 3. πορεύομαι («ὁδὸν εἶμι» ακολουθώ πορεία) 4. διέρχομαι, περνώ ανάμεσα («εἶμι τὸ μέσον τοῡ οὐρανοῡ») 5. κινούμαι, ταξιδεύω,… …

    Dictionary of Greek