τὰ ἄστρα

  • 51αστροδίαιτος — ἀστροδίαιτος, ον (Α) αυτός που ζει κάτω από τ άστρα, στο ύπαιθρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < άστρον + διαιτώμαι] …

    Dictionary of Greek

  • 52αστροθέτης — ἀστροθέτης, ο (Α) αυτός που κατατάσσει τα άστρα σε αστερισμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < άστρον + θέτης < τίθημι] …

    Dictionary of Greek

  • 53αστροκεντημένος — η, ο ο κεντημένος με άστρα ή με διακοσμητικά στοιχεία σε σχήμα άστρου …

    Dictionary of Greek

  • 54αστρολογία — Παρατήρηση των άστρων για την πρόβλεψη του μέλλοντος, σύμφωνα με την πίστη ότι αυτά το καθορίζουν. Η α. γεννήθηκε στη Μεσοποταμία τη 2η χιλιετία π.Χ. ως θρησκευτική τέχνη, ένας τρόπος να έρθει κανείς σε επαφή με τους θεούς που ταυτίζονται με τα… …

    Dictionary of Greek

  • 55αστρονομία — Επιστήμη συγγενική με τη φυσική και τα μαθηματικά, που ερευνά τα φαινόμενα των αστέρων· η επιστήμη που μελετά τη φυσική κατάσταση, τη θέση, την κίνηση, τη σύσταση και την εξέλιξη των αστέρων. Η λέξη αστέρες λαμβάνεται εδώ στην όσο το δυνατόν… …

    Dictionary of Greek

  • 56αστρονομώ — (AM ἀστρονομῶ, έω) [αστρονόμος] ασχολούμαι με την αστρονομία μσν. νεοελλ. μαντεύω το μέλλον παρατηρώντας τ άστρα νεοελλ. προσπαθώ να μαντέψω τον καιρό αρχ. παθ. «ὡς νῡν ἀστρονομεῑται» όπως ασκείται τώρα η αστρονομία …

    Dictionary of Greek

  • 57αστροπληθής — ές ο γεμάτος άστρα …

    Dictionary of Greek

  • 58αστροπολεύω — ἀστροπολεύω (Α) [πολεύω] ασχολούμαι με τ άστρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αστρο + πολεύω] …

    Dictionary of Greek

  • 59αστροσπαρμένος — και σπαρτος, η, ο ο σπαρμένος με άστρα ή ο στολισμένος με πλήθος άστρων …

    Dictionary of Greek

  • 60αστροστάτης — και αστεροστάτης, ο ωρολογιακός μηχανισμός ο οποίος στρέφει το τηλεσκόπιο σύμφωνα με τη διεύθυνση και την ταχύτητα της ημερήσιας κίνησης ώστε τα άστρα να φαίνονται ακίνητα στο πεδίο του τηλεσκοπίου …

    Dictionary of Greek