τὰ ἄστρα
41αναγελαστής — ο (θηλ. άστρα) [αναγελώ] αυτός που περιπαίζει, που ειρωνεύεται τους άλλους, είρωνας, χλευαστής, σαρκαστικός 2. αυτός που σέ ξεγελά, δόλιος «μια μοίρα αναγελάστρα» …
42αστερομάτης — ο (θηλ. μάτα) αυτός που έχει μάτια λαμπερά σαν άστρα …
43αστεροπληθής — ἀστεροπληθής, ές (Α) ο γεμάτος άστρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αστήρ ( έρος) + πληθής < πλήθος < πίμπλημι] …
44αστεροσκοπώ — ἀστεροσκοπῶ ( έω) (AM) [αστεροσκόπος] παρατηρώ τα άστρα …
45αστερωπός — ή, ό (Α ἀστερωπός, όν) αυτός που έχει άστρα αντί για μάτια, ο έναστρος αρχ. αυτός που λάμπει σαν άστρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αστήρ ( έρος) + ωπός*] …
46αστερωτός — ή, ό (AM ἀστερωτός, ή, όν) ο έναστρος, ο γεμάτος άστρα νεοελλ. 1. αυτός που έχει το σχήμα άστρου 2. εκείνος που είναι στολισμένος με διακοσμητικά μοτίβα σε σχήμα άστρου αρχ. αυτός που μοιάζει με άστρο, που λάμπει σαν άστρο …
47αστερόμματος — ἀστερόμματος, ον (Α) αυτός που έχει άστρα αντί για μάτια («ἀστερόμματος νύξ») …
48αστρικός — ή, ό (AM ἀστρικός, ή, όν) [άστρον] αυτός που έχει σχέση με τ άστρα ή που προέρχεται απ αυτά νεοελλ. αρχ. το θηλ. ως ουσ. η αστρική 1. η αστρολογία 2. η μοίρα του ανθρώπου νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. Ι. το αστρικό 1. το πεπρωμένο, το ριζικό 2. ο… …
49αστρογείτων — ἀστρογείτων, ον (Α) αυτός που γειτονεύει με τ άστρα, ο πανύψηλος …
50αστρογοητεία — ἀστρογοητεία, η (Μ) το είδος της μαγείας που ασχολείται με τ άστρα …