τὰ ἄστρα

  • 111ψυχοπάθεια — Παθολογική κατάσταση της προσωπικότητας, που δημιουργείται με την απόκλιση της ανάπτυξης του ανθρώπου από το φυσιολογικό. Η αλλοίωση του χαρακτήρα προκαλείται, όταν επιδρούν σε αυτόν δυσμενείς παράγοντες, όπως η κληρονομικότητα, η κακή ενδομήτρια …

    Dictionary of Greek

  • 112όστρακο — Το σκληρό και ανθεκτικό κέλυφος, το οποίο περιβάλλει ολικά ή τμηματικά το σώμα διαφόρων ζώων και ιδιαίτερα των μαλακόστρακων και των μαλακίων. Βλ. λ. κοχύλι ή όστρακο. Όστρακον του 5ου π.Χ. αιώνα, με το όνομα του Θεμιστοκλή. (Αθήνα, Μουσείο… …

    Dictionary of Greek

  • 113Αβραάμ — I Βιβλικό πρόσωπο. Oπρώτος πατριάρχης και γενάρχης των Εβραίων. Η Βίβλος τον παρουσιάζει ως αρχηγό νομάδων, κύριο πολλών ποιμνίων και λαμπρό πολέμαρχο, που οπουδήποτε σταματούσε κατά τις μεγάλες περιπλανήσεις του, ίδρυε βωμό στον έναν και… …

    Dictionary of Greek

  • 114Αλμαγέστη — Με την ονομασία αυτή είναι γνωστό το βασικό αστρονομικό σύγγραμμα της αρχαιότητας που είχε αρχικό τίτλο Μαθηματική σύνταξη της αστρονομίας. Η Α. γράφτηκε στα μέσα του 2ου αι. μ.Χ. επί βασιλείας Αντωνίνου του Ευσεβή, από τον Αλεξανδρινό Κλαύδιο… …

    Dictionary of Greek

  • 115αμίλητο νερό — Έθιμο με ειδωλολατρικές προεκτάσεις, που αναφέρεται κυρίως στη γαμήλια τελετή και στη μαντική. Είναι κυρίως ελληνικής επινόησης, αλλά υπάρχει και σε μερικούς άλλους λαούς. Α.ν. ονομάζεται το νερό που αγόρια ή κορίτσια παίρνουν από πηγή, βρύση ή… …

    Dictionary of Greek

  • 116Αναξαγόρας — I (Κλαζομενές 499/8 Λάμψακος 428/7 π.Χ.). Φιλόσοφος. Το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του το πέρασε στην Αθήνα, όπου και συνδέθηκε με στενή προσωπική και πνευματική φιλία με τον Περικλή. O δεσμός αυτός, όμως, και η μεγάλη επίδραση του φιλοσόφου στην… …

    Dictionary of Greek

  • 117Άντερσον, Μάξγουελ — (Maxwell Anderson, Ατλάντικ Σίτι 1888 – Στάνφορντ 1959). Αμερικανός ποιητής, θεατρικός συγγραφέας και σεναριογράφος. Γιος Βαπτιστή ιερέα, μόλις πήρε το πτυχίο του το 1911 από το πανεπιστήμιο της βόρειας Ντακότα, ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία. Το …

    Dictionary of Greek

  • 118Ασημακόπουλος, Κώστας — (Μυτιλήνη 1936 –). Σκηνοθέτης και θεατρικός συγγραφέας. Σπούδασε πολιτικές επιστήμες, σταδιοδρόμησε όμως ως σκηνοθέτης, σεναριογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Συνεργάστηκε με ραδιόφωνικούς σταθμούς, παρουσιάζοντας τακτικές λογοτεχνικές,… …

    Dictionary of Greek

  • 119αστρική περίοδος περιστροφής — Το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ένα ουράνιο σώμα κάνει μια πλήρη περιστροφή γύρω από ένα κύριο σώμα, σε σχέση με τα άστρα. Όταν το σώμα που περιστρέφεται είναι η Σελήνη και το κύριο σώμα η Γη, τότε η α.π.π. λέγεται αστρικός μήνας, ενώ όταν το… …

    Dictionary of Greek

  • 120βασιδιομύκητες — (basidiomycota). Υποδιαίρεση μυκήτων (μανιταριών), που περιλαμβάνει 460 γένη και 25.000 είδη, διαδεδομένα σε όλες τις χερσαίες περιοχές της Γης, ακόμα και στις πολικές. Σε υδρόβιο περιβάλλον έχουν βρεθεί μόνο δύο είδη. Οι β. έχουν μεγάλη ποικιλία …

    Dictionary of Greek