τὰ ἄστρα

  • 11ναυσιπλοΐα — Η πρακτική και η τεχνική του πλου. Διακρίνεται σε θαλάσσια ν. και σε ν. κλειστών υδάτων: η πρώτη περιλαμβάνει την ποντοπλοΐα, που εκτείνεται σε όλες τις θάλασσες και τους ωκεανούς, και την ακτοπλοΐα, που περιορίζεται στις κλειστές θάλασσες και… …

    Dictionary of Greek

  • 12Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… …

    Dictionary of Greek

  • 13Radio Astra — Infobox Radio station name = Radio Astra (Ράδιο Άστρα) city = area = Cyprus branding = slogan = airdate = frequency = 101.1 101.6 MHz format = News and music power = erp = class = callsign meaning = former callsigns = owner = Radiostage Ltd… …

    Wikipedia

  • 14Archea Olymbia — Gemeinde Archea Olymbia Δήμος Αρχαίας Ολυμπίας (Αρχαία Ολυμπία) …

    Deutsch Wikipedia

  • 15Лундемис, Менелаос — Менелаос Лундемис (греч. Μενέλαος Λουντέμης Агиа Кирьяки Восточная Фракия 1912 *  Афины 22 января 1977 года)  известный греческий писатель Содержание 1 Биография 2 …

    Википедия

  • 16Астра (радиостанция) — У этого термина существуют и другие значения, см. Астра (значения). Radio Astra (Ράδιο Άστρα) Формат новости и музыка Частота 101,1 и 101,6 МГц Зона вещания Кипр Владелец Radiostage Ltd …

    Википедия

  • 17Υάδες — I Ηρωίδες της ελληνικής μυθολογίας που μεταμορφώθηκαν στον ομώνυμο αστερισμό, ύστερα από επεισόδιο που αναφέρεται σε τρεις τουλάχιστον παραλλαγές: ως κόρες του Ήλιου, πέθαναν από θλίψη για την πτώση του αδελφού τους Φαέθωνα. Ως κόρες του Άτλαντα …

    Dictionary of Greek

  • 18αστερόφοιτος — ἀστερόφοιτος, ον (Α) 1. αυτός που περνάει ανάμεσα από τα άστρα 2. εκείνος που τ άστρα περνούν ανάμεσά του («ἀστερόφοιτος κύκλος Ὀλύμπου», Nόv.) …

    Dictionary of Greek

  • 19αστερώνω — (Α ἀστερῶ, όω) [αστήρ] Ι. νεοελλ. 1. στολίζω κάτι με άστρα 2. γεμίζω αστέρια («αστέρωσε ο ουρανός») αρχ. μεταμορφώνω κάποιον ή κάτι σε αστέρι II. ( ώνομαι) μεταμορφώνομαι σε αστέρι αρχ. ( ούμαι) γεμίζω άστρα νεοελλ. (μτχ.) αστερωμένος… …

    Dictionary of Greek

  • 20αστραίος — Μυθολογικό πρόσωπο. Τιτάνας που έλαβε μέρος στην μάχη εναντίον του Δία και νυμφεύτηκε την Ηώ, από την οποία απέκτησε τον Ζέφυρο, τον Βορέα, τον Νότο και την Αστραία. * * * ἀστραῑος, αία, ον (Α) [άστρον] 1. ο έναστρος, ο γεμάτος άστρα 2. αυτός που …

    Dictionary of Greek