τὰ ἃ δώματα

  • 21πέρνημι — Α 1. (σχετικά με αιχμαλώτους ή εμπορεύματα) βγάζω από τη χώρα για να πουλήσω αλλού (α. «σέ γε... νηυσὶν λάβον ἠδ ἐπέρασσαν τοῡδ ἀνδρὸς πρὸς δώματα», Ομ. Ιλ. β. «τοῑς ξένοις τὰ χρήματα περνάντα σ εἶδον», Ευρ.) 2. πουλώ, εμπορεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο… …

    Dictionary of Greek

  • 22πυργοδώματα — τὰ, Α δώματα σε πύργους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πύργος + δῶμα, ατος] …

    Dictionary of Greek

  • 23στρατεύω — (I) ΝΜΑ [στρατός] (μέσ. και παθ.) στρατεύομαι καλούμαι και κατατάσσομαι στον στρατό, καλούμαι να υπηρετήσω ως στρατιώτης νεοελλ. μέσ. 1. μτφ. (το μέσ.) στρατεύομαι τάσσομαι στην υπηρεσία ενός σκοπού 2. (η μτχ. μέσ. ενεστ. ως επίθ.) στρατευόμενος …

    Dictionary of Greek

  • 24χρυσοπαγής — ές, Α χτισμένος με ή από χρυσό («χρυσοπαγῆ δώματα θεῶν», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + παγής (< θ. πᾱγ τού πήγνυμι), πρβλ. καινο παγής] …

    Dictionary of Greek

  • 25Γκίγκιλος — Κορυφή (2.080 μ.) των Λευκών Ορέων της Κρήτης, στα βορειοδυτικά της εισόδου του φαραγγιού της Σαμαριάς. Η ονομασία του θεωρείται προελληνική και σημαίνει μεγάλη μάζα από πέτρες. Εκτός από το φαράγγι της Σαμαριάς, υπάρχει εκεί και το φαράγγι… …

    Dictionary of Greek

  • 26Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή …

    Dictionary of Greek

  • 27Ντέιρ ελ-Μπάχαρι — Τοποθεσία της Άνω Αιγύπτου, στην αριστερή όχθη του Νείλου, απέναντι στο Κάρνακ, όπου βρίσκεται η θηβαϊκή νεκρόπολη. Στο κέντρο ενός μεγάλου αμφιθεάτρου, το οποίο σχηματίζεται από ένα αντέρεισμα της λιβυκής οροσειράς, βρίσκεται ο ναός που… …

    Dictionary of Greek

  • 28Греческий — ἵπποι ταί με φέρουσιν, ὅσον τ′ ἐπὶ θυμὸς ἱκάνοι, πέμπον, ἐπεί μ′ ἐς ὁδὸν βῆσαν πολύφημον ἄγουσαι δαίμονος, ἣ κατὰ πάντ′ ἄστη φέρει εἰδότα φῶτα· τῆι φερόμην· τῆι γάρ με πολύφραστοι φέρον ἵπποι ἅρμα τιταίνουσαι, κοῦραι δ′ ὁδὸν ἡγεμόνευον. ἄξων δ′… …

    Определитель языков мира по письменностям

  • 29ДИМИТРИЙ СОЛУНСКИЙ — († ок. 306), вмч. (пам. 26 окт.), один из наиболее чтимых святых в правосл. мире, покровитель г. Фессалоника (слав. Солунь). Греки именуют Д. С. Мироточцем (ὁ μυροβλύτης / μυροβλήτης), т. к. его мощи источали миро, а в визант. текстах… …

    Православная энциклопедия