τὰ ἁγημένα

  • 1ἁγημένα — ἁ̱γημένα , ἁγέομαι custom perf part mp neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) ἁ̱γημένᾱ , ἁγέομαι custom perf part mp fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἁ̱γημένᾱ , ἁγέομαι custom perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) ἁ̱γημένα , ἡγέομαι go… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2ηγούμαι — (AM ἡγοῡμαι, έομαι, Α δωρ. τ. ἁγοῡμαι) 1. είμαι οδηγός, προπορεύομαι, προηγούμαι, δείχνω τον δρόμο («ὥς εἰπών ἡγεῑθ , ἡ δ ἕσπετο Παλλάς Ἀθήνη», Ομ. Οδ.) 2. είμαι αρχηγός, προΐσταμαι, διευθύνω πρωτοστατώ («ηγούμαι τής επαναστάσεως») 3. (μτχ. ενεστ …

    Dictionary of Greek