τὰ ἀνϑρώπινα

  • 11υπεράνθρωπος — Άτομο που στέκει πάνω από την ανθρώπινη δύναμη. Με άλλα λόγια, το ξεχωριστό, το δυναμικό άτομο, το πολύ πέρα από τα συνηθισμένα ανθρώπινα μέτρα. Ο όρος έγινε γνωστός κυρίως από τη σχετική θεωρία του Φρ. Νίτσε, που ιδανικό του ήταν ο… …

    Dictionary of Greek

  • 12Ζαχάροφ, Αντρέι Ντμιτρίεβιτς — (Andrei Dimitrievich Sakharov, 1921 – 1989). Ρώσος πυρηνικός φυσικός και πολιτικός. Θεωρείται, μαζί με τον Ιγκόρ Ταμ, ο δημιουργός της πρώτης σοβιετικής βόμβας υδρογόνου (1948). Το 1953 έγινε μέλος της Σοβιετικής Ακαδημίας Επιστημών. Η φήμη του… …

    Dictionary of Greek

  • 13Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… …

    Dictionary of Greek

  • 14Καμπότζη — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Καμπότζης Έκταση: 181.040 τ. χλμ. Πληθυσμός: 12.775.324 (2002) Πρωτεύουσα: Πνομ Πενχ (999.804 κάτ. το 1998)Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας, στη χερσόνησο της Ινδοκίνας. Συνορεύει στα Δ και στα ΒΔ με την Ταϊλάνδη,… …

    Dictionary of Greek

  • 15Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …

    Dictionary of Greek

  • 16ανατομία — Η επιστήμη που μελετά τη μορφή και τη δομή των έμβιων οργανισμών. Υποδιαιρείται σε α. των φυτών, α. των ζώων και α. του ανθρώπου. Η τελευταία διαιρείται και αυτή σε δύο βασικούς κλάδους: την περιγραφική και την τοπογραφική. Η περιγραφική… …

    Dictionary of Greek

  • 17ανθρωπινός — ή, ό 1. ανθρώπινος* 2. ανεκτός, επαρκής («ανθρωπινό φαΐ») 3. κόσμιος, ευπρεπής ευπαρουσίαστος («ανθρωπινά λόγια», «ανθρωπινά ρούχα») …

    Dictionary of Greek

  • 18ανθρωπομορφισμός — H τάση να αποδίδεται ανθρώπινη φύση στις θεότητες. O όρος, με μια σημασία πιο πρόσφατη και γενική, υποδηλώνει επίσης κάθε συλλογισμό ή φιλοσοφική θεωρία που, για να εξηγήσει ό,τι δεν είναι άνθρωπος (θεός, φυσικά, βιολογικά και άλλα φαινόμενα),… …

    Dictionary of Greek

  • 19χειροποίητος — η, ο / χειροποίητος, ον, ΝΜΑ [χειροποιῶ] νεοελλ. κατασκευασμένος, επεξεργασμένος ή φιλοτεχνημένος με το χέρι, σε αντιδιαστολή προς τον μηχανοποίητο (α. «χειροποίητα υποδήματα» β. «χειροποίητα κεντήματα») μσν. αρχ. κατασκευασμένος από ανθρώπινα… …

    Dictionary of Greek

  • 20ωραίο — ονομάζεται καθετί που αρέσει σε εκείνον που το βλέπει, το διαβάζει ή το ακούει, άσχετα από τον τρόπο με τον οποίο μπορεί κάποιος να το χρησιμοποιήσει ή με τις σχέσεις που μπορεί να υπάρχουν μεταξύ του παρατηρητή και του παρατηρουμένου προσώπου ή… …

    Dictionary of Greek