τὰ ἀντεπιχειρούμενα
1ἀντεπιχειρούμενα — ἀντεπιχειρέω make a counter attack pres part mp neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀντεπιχειρέω make a counter attack pres part mp neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) …
2αντεπιχειρώ — ἀντεπιχειρῶ ( έω) (Α) 1. επιχειρώ και εγώ από την πλευρά μου 2. κάνω αντεπίθεση, αντεπιτίθεμαι 3. προσπαθώ να αποδείξω το αντίθετο 4. τα αντεπιχειρούμενα εριστικά επιχειρήματα για απόδειξη της αλήθειας ή για έλεγχο των παραπλανητικών… …