τὰ όδύσσεια
1Ὀδυσσεία — Ὀδυσσείᾱ , Ὀδύσσεια the Odyssey fem nom/voc/acc dual Ὀδυσσείᾱ , Ὀδύσσειος fem nom/voc/acc dual Ὀδυσσείᾱ , Ὀδύσσειος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2Ὀδυσσείᾳ — Ὀδυσσείᾱͅ , Ὀδύσσεια the Odyssey fem dat sg (attic doric aeolic) Ὀδυσσείᾱͅ , Ὀδύσσειος fem dat sg (attic doric aeolic) …
3Ὀδύσσεια — the Odyssey fem nom/voc sg Ὀδύσσειον Odysseus neut nom/voc/acc pl Ὀδύσσειος neut nom/voc/acc pl …
4Οδύσσεια — Επικό ποίημα του Ομήρου (βλ. λ.). Η Ο. είναι ένα επικό ποίημα χωρισμένο από τους Αλεξανδρινούς γραμματικούς σε 24 επίσης ραψωδίες, και ξεπερνά τους 12.000 εξάμετρους στίχους. Δέκα χρόνια μετά το τέλος του Τρωικού πολέμου, ο Οδυσσεύς εξακολουθεί… …
5Οδύσσεια — η 1. ποιητικό έργο του ποιητή Ομήρου, με τις περιπλανήσεις του Οδυσσέα κατά την επιστροφή στην πατρίδα του. 2. περιπέτεια, περιπλάνηση, ταλαιπωρία: Ολόκληρη οδύσσεια η έκδοση άδειας οδήγησης αυτοκινήτου …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
6Ὀδυσσείας — Ὀδυσσείᾱς , Ὀδύσσεια the Odyssey fem acc pl Ὀδυσσείᾱς , Ὀδύσσεια the Odyssey fem gen sg (attic doric aeolic) Ὀδυσσείᾱς , Ὀδύσσειος fem acc pl Ὀδυσσείᾱς , Ὀδύσσειος fem gen sg (attic doric aeolic) …
7Ὀδυσσείαι — Ὀδυσσείᾱͅ , Ὀδύσσεια the Odyssey fem dat sg (attic doric aeolic) Ὀδυσσείᾱͅ , Ὀδύσσειος fem dat sg (attic doric aeolic) …
8Ὀδυσσείαν — Ὀδυσσείᾱν , Ὀδύσσειος fem acc sg (attic doric aeolic) …
9Ὀδυσσείης — Ὀδύσσεια the Odyssey fem gen sg (epic ionic) Ὀδύσσειος fem gen sg (epic ionic) …
10Ὀδυσσείῃ — Ὀδύσσεια the Odyssey fem dat sg (epic ionic) Ὀδύσσειος fem dat sg (epic ionic) …