τὰ ψευδῆ
71Μήτσου, Ανδρέας — (Χαλκιόπουλο Αιτωλοακαρνανίας 1950 –). Φιλόλογος και λογοτέχνης. Σπούδασε φιλολογία στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και αγγλική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ενώ μετεκπαιδεύτηκε στη ΣΕΛΜΕ Αθηνών. Σταδιοδρόμησε ως καθηγητής… …
72οφίτες — Αίρεση των πρώτων χρόνων του χριστιανισμού, που είχε ως θρησκευτικό σύμβολο της το φίδι. Οι ο. δίδασκαν τον δυαδισμό του «υπέρτατου όντος» (θεού) και υποστήριζαν πως ο «Δημιουργός θεός» βρίσκεται σε αντίθεση με τον «Πατέρα θεό». Ο «Πατέρας θεός» …
73Παπαλεξάνδρου, Κωνσταντίνος — (1891 – 1978). Έλληνας δημοσιογράφος από την Αργαλαστή Βόλου. Σπούδασε ιατρική, αλλά από το 1915 ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία και συνεργάστηκε ως συντάκτης, χρονογράφος, αρχισυντάκτης και διευθυντής με πολλές αθηναϊκές εφημερίδες. Διετέλεσε… …
74ψευδής καταμήνυση — Είναι το έγκλημα που προβλέπεται από το άρ. 229 ΠΚ. Το έγκλημα συνίσταται στο ότι καταγγέλει κάποιος στις αρχές ή υποβάλλει μήνυση σε βάρος ενός άλλου όπου αναφέρει ότι δήθεν διέπραξε μια αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση με τον σκοπό να… …
75ՊԱՏԱՏԱՆՔ — (նաց.) NBH 2 0605 Chronological Sequence: Early classical, 13c Նոյն ընդ վ. (=ՊԱՏԱՏ) որպէս Փաթան. փաթեթ. ծրար. կապ. սարղը. *Պատեալք ʼի սուտ պատատանս. Թղթ. բարուք. ուր այժմու յն. ψευδή δ’ἕστι , այսինքըն սուտ են. այլ մերն ընթեռնոյր δεσμή , որ է կապք …
76ՍՈՒՏ — (ստոյ, ոց, եւ ստի, ից.) NBH 2 0732 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 12c, 13c ա. յորմէ յն. փսէւտիս: ψευδής, ψευστής falsus, fallax, mendax . Ներհակն ձայնիս Ստոյգ. ոչ ճշմարիտ. հակառակն ճշմարտութեան. անիրաւ. խարդախ …
77ՍՏՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0754 Chronological Sequence: 5c, 6c, 10c գ. ψεῦδος, ψευδή, ψεύσμα mendacium, falsitas, fallacia. որ եւ ՍՈՒՏՔ. Բանսուտ. եւ Սուտն գոլ բանից կամ գործոց. ստախօսութիւն, եւ խաբէութիւն, խարդախութիւն, նենգութիւն, կեղծաւորութիւն, կեղծաւորութիւն …
78δασκάλεμα — το 1. η διδασκαλία. 2. συμβουλή, καθοδήγηση για επιτηδευμένη, ίσως και ψευδή συμπεριφορά: Του έγινε δασκάλεμα για το τι θα πρέπει να πει στη συνέντευξη …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
79παπαρδέλα — η συνηθ. πληθ. παπαρδέλες ανοησίες, ψεύδη, φλυαρίες: Περιμέναμε κάτι σοβαρό κι ακούσαμε ένα σωρό παπαρδέλες …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
80συκοφάντης — ο αυτός που διατυπώνει ψευδή κατηγορία εναντίον κάποιου: Αποδείχτηκε κοινός συκοφάντης …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)