τὰ ψευδῆ

  • 61ψευδογραφώ — έω, ΜΑ [ψευδογράφος] γράφω ψεύδη, παραποιώ την αλήθεια αρχ. 1. σχεδιάζω εσφαλμένα γεωμετρικά σχήματα 2. απεικονίζω με σφάλματα 3. κάνω εσφαλμένους υπολογισμούς …

    Dictionary of Greek

  • 62ψευδομάρτυς — υρος, ο, η, ΝΜΑ, και ψευδομάρτυρας και ψευτομάρτυρας, ο, Ν μάρτυρας που συνειδητά δίνει ψευδή κατάθεση, που καταθέτει ψεύτικα στοιχεία ως αληθινά ή παρασιωπά άλλα (α. «είναι γνωστός ψευδομάρτυρας» β. καὶ πολλῶν ψευδομαρτύρων προσελθόντων οὐχ… …

    Dictionary of Greek

  • 63ψευδομηνυτής — ο, θηλ. ψευδομηνύτρια, Ν αυτός που υποβάλλει έγκληση ή μήνυση τελείως ψευδή, από δόλο ή από βαριά αμέλεια, στην οποία παραμορφώνει τελείως τα γεγονότα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + μηνυτής] …

    Dictionary of Greek

  • 64ψευδόμορφος — η, ο / ψευδόμορφος, ον, ΝΜ νεοελλ. 1. αυτός που παρουσιάζει μορφή διαφορετική από τη συνηθισμένη, που μοιάζει με κάτι άλλο 2. το ουδ. ως ουσ. το ψευδόμορφο (ορυκτ.) ορυκτό που σχηματίζεται από τη χημική μεταβολή ή την αλλαγή τής δομής μιας άλλης… …

    Dictionary of Greek

  • 65ψευδόφημος — ον, Α αυτός που ανήκει σε ψευδή φήμη, σε αναληθή προφητεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + φημος (< φήμη), πρβλ. πολύ φημος] …

    Dictionary of Greek

  • 66ψούδια — και δ. γρφ ψουδία και σε κώδ. ψοδία, Α (κατά τον Ησύχ.) (στους Κρήτες και κυρίως στον τ. ψουδία) «ψευδῆ» 2. «Λάκωνες δὲ τὸν στόμαχον» …

    Dictionary of Greek

  • 67όρκος — Κατά την αρχική εκδοχή του όρου είναι η επίσημη δήλωση, κατά την οποία ο άνθρωπος επικαλείται τη θεότητα ως μάρτυρα της αλήθειας της διαβεβαίωσης του ή ως εγγυητή της τήρησης υπόσχεσής του. Η έννοια αυτή διευρύνθηκε αργότερα ώστε να περιλάβει… …

    Dictionary of Greek

  • 68Άλογοι — Αιρετικοί χριστιανοί της Μ. Ασίας. Ονομάστηκαν έτσι από τον Επιφάνιο. Οι Ά. δεν παραδέχονταν το Ευαγγέλιο του Ιωάννη και θεωρούσαν ότι τα συγγράμματά του γράφτηκαν από κάποιον Κήρινθο. Το πιο πιθανό είναι ότι αυτό γινόταν από αντίδραση στους… …

    Dictionary of Greek

  • 69Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… …

    Dictionary of Greek

  • 70Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …

    Dictionary of Greek