τὰ ψευδῆ

  • 21καταγλωττίζω — (Α) 1. φιλώ λάγνα ενώνοντας χείλη με χείλη και γλώσσα με γλώσσα 2. καταβάλλω κάποιον με τη γλώσσα, αποστομώνω 3. μιλώ εναντίον κάποιου («ψευδῆ καταγλώττιζέ μου», Αριστοφ.) 4. (η μτχ. παθ. παρακμ.) κατεγλωττισμένος, η, ον αυτός που έχει γραφεί με… …

    Dictionary of Greek

  • 22καταπίνω — (AM καταπίνω) κατεβάζω κάτι διά μέσου τού φάρυγγα στο στομάχι («δεν μπορεί να καταπιεί ούτε νερό» β. «κατάπια ένα κουκούτσι») νεοελλ. 1. μτφ. α) πιστεύω κάτι με αφέλεια, απονήρευτα δέχομαι τα ψεύδη κάποιου, χάφτω («τού λένε ένα σωρό τερατολογίες… …

    Dictionary of Greek

  • 23καταψευδομαρτυρώ — καταψευδομαρτυρῶ, έω (Α) 1. δίνω ψευδή μαρτυρία εναντίον κάποιου («τοὺς μὲν διδάσκοντας τοὺς μάρτυρας ὡς χρὴ ἐπιορκοῡντας καταψευδομαρτυρεῑν ἐμοῡ», Ξεν.) 2. παθ. καταψευδομαρτυροῡμαι, έομαι χάνω τη δίκη και καταδικάζομαι με ψευδείς μαρτυρίες,… …

    Dictionary of Greek

  • 24κενοπαθώ — κενοπαθῶ έω (Α) έχω ψευδή και απατηλά αισθήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο) * + παθώ (< παθής < πάσχω), πρβλ. ισχυρο παθώ, πρωτο παθώ] …

    Dictionary of Greek

  • 25κυκλοβορώ — κυκλοβορῶ, έω (Α) [κυκλοβόρος] ηχώ σαν τον Κυκλοβόρο, κραυγάζω («καὶ ψευδῆ κατεγλώττιζέ μου κακυκλοβόρει», Αριστοφ.) …

    Dictionary of Greek

  • 26μάρτυρας — Πρόσωπο που παρέχει πληροφορίες σε δικαστική αρχή· πρόσωπο που θανατώθηκε για τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις, ή που βασανίστηκε για την ιδεολογία του· ο θεατής πράξεως ή γεγονότος. Σύμφωνα με τη χριστιανική θρησκεία ο μ. είναι ο επίσημος… …

    Dictionary of Greek

  • 27μαρτυρία — η (AM μαρτυρία [μαρτυρώ] 1. γραπτή ή προφορική, ένορκη ή μη, κατάθεση όσων γνωρίζει ή έχει αντιληφθεί κάποιος σχετικά με μια εξεταζόμενη υπόθεση (α. «έδωσε μαρτυρία για την υπόθεση τού εμπορίου ναρκωτικών» β. «εμβάλλεται μαρτυρίαν ψευδή»,… …

    Dictionary of Greek

  • 28μεσία — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ., 316 κάτ.) στην πρώην επαρχία Παιονίας του νομού Κιλκίς. Βρίσκεται στο νότιο άκρο του νομού, 51 χλμ. ΝΔ του Κιλκίς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ευρωπού. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 125 μ.,… …

    Dictionary of Greek

  • 29μισοψευδής — μισοψευδής, ές (Α) αυτός που μισεί τα ψεύδη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + ψευδής (< ψεῦδος), πρβλ. α ψευδής, φιλο ψευδής] …

    Dictionary of Greek

  • 30μουριά — Φυλλοβόλο δέντρο του γένους μορέα της οικογένειας των μορεϊδών (δικοτυλήδονα). Στην Ελλάδα τη μετέφεραν από την Κίνα, μαζί με αβγά μεταξοσκώληκα, Έλληνες μοναχοί, κατά την περίοδο της αυτοκρατορίας του Ιουστινιανού. Έκτοτε εγκλιματίστηκε και… …

    Dictionary of Greek