τὰ χυτά

  • 1χυτά — χυτός poured neut nom/voc/acc pl χυτά̱ , χυτός poured fem nom/voc/acc dual χυτά̱ , χυτός poured fem nom/voc sg (doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2χύτας — χύτᾱς , χύτης metal caster masc acc pl χύτᾱς , χύτης metal caster masc nom sg (epic doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3χυτάν — χυτά̱ν , χυτός poured fem acc sg (doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 4χυτάς — χυτά̱ς , χυτός poured fem acc pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 5χυτός — ή, ό / χυτός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που μετά την τήξη χυτεύθηκε σε καλούπι (α. «χυτό μέταλλο» β. «χυτὸς σίδηρος», Αθήν.) 2. (για μαλλιά) αυτός που χύνεται ελεύθερα στους ώμους, που δεν έχει δεθεί ή πλεχθεί (α. «είχε τα μαλλιά της χυτά» β. «χυτὴ… …

    Dictionary of Greek

  • 6κέντημα — Διακόσμηση υφάσματος που εκτελείται με βελόνα και νήμα μεταξωτό, μάλλινο κλπ. Οι συνηθέστερες βελονιές που χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία των κ. είναι η αρχαιότατη αλυσοβελονιά, η οποία μοιάζει με πλεξίδα, η σταυροβελονιά, η πισωβελονιά, που… …

    Dictionary of Greek

  • 7καταχύδην — και ποιητ. τ. κακχύδην (Α) επίρρ. χυτά προς τα κάτω, άφθονα («κακχύδην πίνειν», Ανακρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + χύδην «χυτά σε αφθονία»] …

    Dictionary of Greek

  • 8Lympia — Infobox Settlement subdivision type=Country subdivision name=Cyprus subdivision type1=District leader title=Mayortimezone=EET utc offset=+2 timezone DST=EEST utc offset DST=+3postal code type=Postal codeofficial name = Lympia native name = Λύμπια …

    Wikipedia

  • 9γλυπτική — Σήμερα ονομάζεται γενικά γ., η τέχνη της δημιουργίας ανάγλυφων και oλόγλυφων μορφών. Ο όρος όμως περικλείει δύο ουσιαστικά αντίθετες έννοιες· την καθαυτό γ., εκείνη που, όπως έλεγε ο Μιχαήλ Άγγελος, «προχωρεί με αφαιρέσεις του περιττού υλικού… …

    Dictionary of Greek

  • 10ιστιοπλοΐα — Η πλεύση με ιστιοφόρο σκάφος. Υπάρχουν διάφορα είδη πλεύσεων, κυριότερα από τα οποία είναι: α) με τον καιρό στα πρίμα ή πρίμα (ουριοδρομία), όταν ο άνεμος πνέει ακριβώς από την πρύμνη κατά τη διεύθυνση της καρένας ή γενικά από την πρύμνη… …

    Dictionary of Greek