τὰ φλέβια
1φλέβια — φλέβιον any one of the smaller vessels neut nom/voc/acc pl …
2ανοιδώ — ἀνοιδῶ ( έω) (Α) 1. εξογκώνομαι, φουσκώνω «κῡμα... ἀνοιδῆσαν» (Ευριπίδης), «πνεῡμα... ἀδυνατοῡν ἔξω πορευθῆναι καὶ τὰ ταύτῃ φλέβια περιστὰν και ἀνοιδῆσαν» (Πλάτων, για τον αέρα που βρίσκεται μέσα στο ανθρώπινο σώμα) 2. μτφ. φουσκώνω από θυμό.… …
3επιτυφλώ — ἐπιτυφλῶ, όω (Α) [τυφλώ] 1. κάνω κάτι ή κάποιον περισσότερο τυφλό, κλείνω τους πόρους, φράζω («ἐπιτυφλούμενα ἐμπλάττειν τὰ φλεβία», Θεόφρ.) 2. τυφλώνω επί πλέον …
4πλευρά — Τα 24 οστέινα στοιχεία που συμβάλλουν στον σχηματισμό της θωρακικής κοιλότητας, του θωρακικού κλωβού του ανθρώπου. Τα π. είναι οστά πλατιά και συγχρόνως μακριά σε σχήμα τόξου· το πίσω τους άκρο αρθρώνεται με τα σώματα και τις εγκάρσιες αποφύσεις… …
5φλεβί — το 1. κάθε μικρή φλέβα, φλεβίτσα. 2. μτφ., καθεμιά από τις υπόγειες φλέβες (ορυκτού, νερού): Πηγάδι αδύνατο με ένα φλεβί. 3. ραβδωτή απόχρωση ορυκτού: Τα φλεβιά του μαρμάρου …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)