τὰ φάλακρα
1φαλάκρα — φαλάκρᾱ , φαλάκρα bald bare hill fem nom/voc/acc dual φαλάκρᾱ , φαλάκρα bald bare hill fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2φαλάκρα — φαλάκρα, η και φαράκλα, η και καράφλα, η 1. έλλειψη τριχών από ολόκληρο το κεφάλι ή από μέρος του, φαλακρότητα, ατριχιά. 2. το τμήμα του κρανίου που έχει απομείνει γυμνό από τρίχες: Η φαλάκρα του γυαλίζει …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3φαλάκρᾳ — φαλάκρᾱͅ , φαλάκρα bald bare hill fem dat sg (attic doric aeolic) …
4φαλακρά — φαλακρός baldheaded neut nom/voc/acc pl φαλακρά̱ , φαλακρός baldheaded fem nom/voc/acc dual φαλακρά̱ , φαλακρός baldheaded fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
5φαλάκρα — η, ΝΜΑ, και φαράκλα Ν η μερική ή ολική έλλειψη μαλλιών τής κεφαλής νεοελλ. συνεκδ. το γυμνό από τρίχες μέρος τού κρανίου μσν. αρχ. άδενδρη, γυμνή άκρη όρους αρχ. φρ. «Φαλάκρας ἐγκώμιον» τίτλος πραγματείας τού Συνεσίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαλακρά, θηλ …
6φαλάκρας — φαλάκρᾱς , φαλάκρα bald bare hill fem acc pl φαλάκρᾱς , φαλάκρα bald bare hill fem gen sg (attic doric aeolic) …
7φαλάκραι — φαλάκρᾱͅ , φαλάκρα bald bare hill fem dat sg (attic doric aeolic) …
8φαλάκραν — φαλάκρᾱν , φαλάκρα bald bare hill fem acc sg (attic doric aeolic) …
9φαλακράν — φαλακρά̱ν , φαλακρός baldheaded fem acc sg (attic doric aeolic) …
10φαλακρῶν — φαλάκρα bald bare hill fem gen pl φαλακρός baldheaded fem gen pl φαλακρός baldheaded masc/neut gen pl …