τὰ τοῦ χοροῦ

  • 81μούσα — (Αστρον.). Διεθνώς Musa 600. Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 14 Ιουνίου 1906. Το φαινόμενομέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι περίπου 13,0 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο 10,18. * * * (I) η (ΑΜ μοῡσα, Α… …

    Dictionary of Greek

  • 82Αχαρνείς — Κωμωδία του Αριστοφάνη, που θεωρείται το πιο παλιό από τα έργα του μεγάλου κωμικού ποιητή που σώζονται. Ανεβάστηκε στα Λήναια το 425 π.Χ. και πήρε το α’ βραβείο. Το έργο διαδραματίζεται μέσα στις άθλιες συνθήκες ξεριζωμού, πείνας και επιδημιών… …

    Dictionary of Greek

  • 83Μάσιν, Λεονίντ — (Leonide Massine, Μόσχα 1896 – Νέα Υόρκη 1979). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του ρώσου χορευτή και χορογράφου Λεονίντ Φιοντόροβιτς Μιασίν (Leonid Fyodorovich Miassin). Σπούδασε μπαλέτο στο Αυτοκρατορικό Θέατρο της Μόσχας αργότερα έγινε ο κύριος… …

    Dictionary of Greek

  • 84Ταλιόνι — (Taglioni). Επώνυμο οικογένειας Ιταλών χορευτών. 1. Μαρία (1804 – 1884). Κόρη του χορευτή Φίλιππου Τ. Πρωτοεμφανίστηκε στη Βιέννη με το έργο του πατέρα της Εισδοχή νύμφης στην αυλή της Τερψιχόρης. Το 1827 σημείωσε ιδιαίτερη επιτυχία στη Γαλλία… …

    Dictionary of Greek

  • 85θυμέλη — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζονται διάφορα μέρη του αρχαίου ελληνικού θεάτρου. Ειδικότερα, η θ. μπορεί να ήταν βήμα ή βωμός στην ορχήστρα, σκηνή ή λογείον ή και η ίδια η ορχήστρα. Κατά τους τραγικούς, η θ. ήταν βωμός που βρισκόταν στην ορχήστρα… …

    Dictionary of Greek

  • 86μέτοικος — Στην αρχαία Αθήνα μ. ονομάζονταν οι μόνιμα εγκατεστημένοι ξένοι, ελληνικής ή βαρβαρικής καταγωγής, που δεν είχαν τα πολιτικά δικαιώματα των Αθηναίων. Οι μ. έλεγχαν το εμπόριο και τη βιοτεχνία, ενώ συνετέλεσαν καθοριστικά στην οικονομική άνθηση… …

    Dictionary of Greek

  • 87χαρτοφύλακας — Εκκλησιαστικό αξίωμα το οποίο δίνεται σε πρεσβυτέρους και διακόνους. Ο χ. εξαιτίας των πολλών καθηκόντων που αναλαμβάνει αποκλήθηκε στόμα και δεξιά του επισκόπου χειρ. Τα καθήκοντά του ως γραματέα του επισκόπου είναι: να συντάσσει τα πρωτότυπα… …

    Dictionary of Greek

  • 88Ιππής — Κωμωδία του Αριστοφάνη. Διδάχθηκε στα Λήναια το 424 π.Χ., χαρίζοντας το πρώτο βραβείο στον δημιουργό της. Στην εισαγωγή του έργου δύο δούλοι, που ουσιαστικά υποδύονται τους στρατηγούς Νικία και Δημοσθένη, παραπονιούνται στον αφέντη τους, Δήμο,… …

    Dictionary of Greek

  • 89στροφή — Ημιορεινός οικισμός (364 κάτ., υψόμ. 300 μ.), στην επαρχία Σαπών του νομού Ροδόπης. Υπάγεται στην κοινότητα Αρριανών. * * * η, ΝΜΑ 1. το να στρέφει κανείς κάτι ή το να στρέφεται ο ίδιος, αλλαγή μετώπου ή κατεύθυνσης («στροφή προς τα πίσω») 2.… …

    Dictionary of Greek

  • 90Ορφ, Καρλ — (Carl Orff, Μόναχο 1895 – 1982). Γερμανός συνθέτης. Καθιερώθηκε αρχικά (1917 1919) ως διευθυντής ορχήστρας στο Μανχάιμ και στο Ντάρμστατ και κατόπιν αφοσιώθηκε στην τελειοποίηση των σπουδών του και στη διδασκαλία, στην Gunther Schule του Μονάχου …

    Dictionary of Greek