τὰ τοῦ χοροῦ

  • 71Παλεστρίνα, Τζοβόνι Πιερλουίτζι ντα- — (Palestrina, Παλεστρίνα [Pώμη] 1525 – Pώμη 1594). Ιταλός συνθέτης. Αντίθετα προς τις συνήθειες της εποχής, που ωθούσαν τους μουσικούς σε μακρινά ταξίδια ακολουθώντας πρίγκιπες, ο Π. πέρασε όλη του τη ζωή στον κύκλο των μουσικών παρεκκλησίων της… …

    Dictionary of Greek

  • 72Σοκόλοβα, Ευγενία Παύλοβα — Ρωσίδα χορεύτρια και χοροδιδασκάλισσα (Πετρούπολη 1850 1925). Πήρε το δίπλωμά της το 1869 από την Αυτοκρατορική Σχολή χορού της Πετρούπολης και έγινε μέλος του Αυτοκρατορικού Μπαλέτου. Χάρη στο υψηλό τεχνικό επίπεδό της υπήρξε εξαιρετική… …

    Dictionary of Greek

  • 73θέση — Η τοποθέτηση ενός πράγματος ή γνώμη για κάποιο θέμα. (Moυσ.) Όρος της αρχαίας και της σύγχρονης μετρικής και μουσικής. Στη μετρική, θ. ονομάζεται το ισχυρό μέρος του μέτρου, το οποίο τονίζεται, σε αντίθεση με το ασθενές που δεν τονίζεται και… …

    Dictionary of Greek

  • 74κανόνας — (Μαθημ.). Γεωμετρικό όργανο, με το οποίο χαράσσονται ευθύγραμμα τμήματα και παράλληλες μεταξύ τους ευθείες (επειδή ο κ. καταλήγει σε παράλληλα ευθύγραμμα τμήματα). Ο κ., μαζί με τον διαβήτη, είναι τα δύο γεωμετρικά όργανα που οι αρχαίοι Έλληνες… …

    Dictionary of Greek

  • 75μπαλάντα — Ποιητική σύνθεση, στην οποία διακρίνονται ιστορικά δύο τύποι: η παλιά μ. και η νεώτερη ή ρομαντική. Στην Ιταλία η παλιά μ., που λέγεται και canzone a ballo (= τραγούδι με χορό), είχε λαϊκή προέλευση και γεννήθηκε από τη συνήθεια οι κινήσεις του… …

    Dictionary of Greek

  • 76Τσενάλε, Μπερναντίνο — (Zenale, Τρεβίλιο περ. 1456 – Μιλάνο 1526). Ιταλός ζωγράφος και αρχιτέκτονας. Μεγάλη δραστηριότητα ανέπτυξε στο Μιλάνο, όπου συνεργάστηκε με τον συμπατριώτη του Μπουτινόνε στα έργα: Τοιχογραφίες του ναού της Αγίας Μαρίας των Ευχαριστιών (περ.… …

    Dictionary of Greek

  • 77άρση — Όρος της αρχαίας προσωδιακής μετρικής· λεγόταν και άνω χρόνος. Με τον όρο αυτό χαρακτηριζόταν το ένα από τα δύο μέρη που συναποτελούσαν τον μετρικό πόδα (το μέτρο), ο οποίος τονιζόταν ασθενέστερα, σε αντιδιαστολή προς τη θέση ή κάτω χρόνο, που… …

    Dictionary of Greek

  • 78μετάσταση — (Ιατρ.). Δευτερεύουσα παθολογική εστία που αναπτύσσεται μέσω της μεταφοράς μιας παθογενούς αρχής (κύτταρα όγκου, μολυσματικός παράγοντας), από την πρωταρχική θέση της προσβολής, με τη λέμφο ή το αίμα. Σήμερα ο όρος μ. χρησιμοποιείται αποκλειστικά …

    Dictionary of Greek

  • 79σκηνή — I Φορητή μορφή κατοικίας από ύφασμα, η οποία στήνεται στο έδαφος με τη βοήθεια σχοινιών και πασσάλων. Χρησιμοποιείται κυρίως για πρόχειρη στέγαση στρατιωτών, σεισμοπαθών, εκδρομέων κλπ. Το ύφασμα της σ. συγκρατείται από ειδικούς οριζόντιους και… …

    Dictionary of Greek

  • 80Ντελίμπ, Λεό — (Leo Delibes, Σεν Ζερμέν ντι Βαλ 1836 – Παρίσι 1891). Γάλλος συνθέτης. Σπούδασε στο Ωδείο του Παρισιού, όπου αργότερα κατέλαβε την έδρα της Σύνθεσης. Η ποικίλη παραγωγή του μπορεί να διαιρεθεί σε τρεις περιόδους, οι οποίες αντιστοιχούν στα τρία… …

    Dictionary of Greek