τὰ συμβόλαια

  • 1συμβόλαια — συμβόλαιον mark neut nom/voc/acc pl συμβόλαιος of neut nom/voc/acc pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2ξυμβόλαι' — συμβόλαια , συμβόλαιον mark neut nom/voc/acc pl συμβόλαια , συμβόλαιος of neut nom/voc/acc pl συμβόλαιε , συμβόλαιος of masc voc sg συμβόλαιαι , συμβόλαιος of fem nom/voc pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3ξυμβόλαια — συμβόλαια , συμβόλαιον mark neut nom/voc/acc pl συμβόλαια , συμβόλαιος of neut nom/voc/acc pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 4συμβολαίας — συμβολαίᾱς , συμβόλαιος of fem acc pl συμβολαίᾱς , συμβόλαιος of fem gen sg (attic doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 5συμβόλαι' — συμβόλαια , συμβόλαιον mark neut nom/voc/acc pl συμβόλαια , συμβόλαιος of neut nom/voc/acc pl συμβόλαιε , συμβόλαιος of masc voc sg συμβόλαιαι , συμβόλαιος of fem nom/voc pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 6συμβόλαιο — το / συμβόλαιον, ΝΑ νεοελλ. 1. (νομ.) α) έγγραφη συμφωνία μεταξύ δύο ή περισσότερων προσώπων πάνω σε μια έννομη σχέση β) δημόσιο έγγραφο, αποδεικτικό ή και συστατικό ορισμένης δικαιοπραξίας, το οποίο συντάσσεται από συμβολαιογράφο κατά την… …

    Dictionary of Greek

  • 7ιδιωτικός — ή, ό (ΑΜ ιδιωτικός, ή, όν) [ιδιώτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ιδιώτη (α. «ιδιωτικά δάνεια» δάνεια που δόθηκαν από ιδιώτη και όχι από το δημόσιο» β. «ιδιωτικό σχολείο» γ. «εἰς πύργον μέγαν... ἰδιωτικόν», Ηρόδ.) νεοελλ. φρ. 1. «ιδιωτικά… …

    Dictionary of Greek

  • 8σωματεμπορία — Εμπορία του σώματος του ανθρώπου. Αγορά και πώληση ανθρώπων. Εκμετάλλευση γυναίκας ή και παιδιών. Με πρωτοβουλία της Γαλλίας έγινε τον Ιούλιο του 1902 διεθνής διάσκεψη στο Παρίσι, που σύνταξε το κείμενο σύμβασης για την καταδίωξη της σ. των… …

    Dictionary of Greek

  • 9Ελλάδα - Κινηματογράφος — ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ Η παρατεταμένη προϊστορία Στο ξεκίνημα του εικοστού αιώνα ο ελληνικός κινηματογράφος ακολουθεί κοινή πορεία με τον κινηματογράφο των υπόλοιπων μικρών περιφερειακών χωρών, οι οποίες παρακολουθούν με θαυμασμό και τάσεις… …

    Dictionary of Greek

  • 10образъ — ОБРАЗ|Ъ (2058), А с. 1.Внешний вид. облик: ли ˫ако же мѣдѧна˫а зми˫а. образъ ѹбо имѧше змиинъ. Изб 1076, 227; еи чадо. бѹдеть ти ˫ако же ти с˫а обѣща ан҃глъ ˫авивъс˫а въ образѣ моѥмь. ЖФП XII, 46б; и сему чюду дивуемъсѧ. како ѿ персти создавъ… …

    Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)