τὰ σκέλεα
1σκελέα — η, ΝΑ νεοελλ. στρ. εσωτερική περισκελίδα, εσώρουχο σε σχήμα κοντού παντελονιού, σώβρακο αρχ. (κυρίως στον πληθ.) αἱ σκελέαι περισκελίδες, αναξυρίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκέλος + κατάλ. έα (πρβλ. χιτων έα)] …
2σκελέα — η μακρύ σώβρακο που φορούσαν κυρίως στρατιώτες …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3σκέλεα — σκέλος leg neut nom/voc/acc pl (epic ionic) …
4εσώβρακο — και σώβρακο, το εσώρουχο που περιβάλλει το μέρος τού σώματος από τη μέση και κάτω, εσωτερική περισκελίδα, η σκελέα* τών στρατιωτών …
5κατακρέμαμαι — (Α) κρέμομαι από κάποιο μέρος προς τα κάτω, αιωρούμαι («σκέλεα δὲ ἀμφότερα κατακρέμαται μετέωρα», Ηρόδ.) …
6μετέωρος — η, ο (ΑΜ μετέωρος, ον, Α επικ. τ. μετήορος, ον, δωρ. τ. πεδάωρος, ον Μ και μέτωρος, ον) 1. αυτός που αιωρείται πάνω από το έδαφος, που βρίσκεται ή γίνεται στον αέρα, εναέριος («σκέλεά δε... κατακρέμανται μετέωρα», Ηρόδ.) 2. αυτός που βρίσκεται σε …
7σκέλος — ους, το, ΝΜΑ 1. καθένα από τα κάτω άκρα τού ανθρώπου ή τα πίσω πόδια τού ζώου, που περιλαμβάνει τον μηρό, την κνήμη και το άκρο πόδι που καταλήγει στα δάχτυλα (α. «κολοβωμένα σκέλη» β. «τοῡ μὲν πρώτου κατέαξαν τὰ σκέλη», ΚΔ γ. «τὰ σκέλη... καὶ τὰ …