τὰ σιδήρια

  • 1σιδήρια — σιδήριον implement neut nom/voc/acc pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2LUPATA — apud Matt. l. 1. Epigr. 105. cuius Epigraphe de spectaculo v. 4. Mordent aurea quod lupata cervi, Quod frenis Libyci domantur ursi etc. genus freni asperrimi, a lupinis dentibus dicti, qui inaequales sunt, unde etiam eorum morsus vehementior,… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 3λιθουργός — λιθουργός, ὁ (Α) 1. αυτός που κατεργάζεται λίθο, λιθοξόος 2. ο γλύπτης, σε αντιδιαστολή προς τον ανδριαντοποιό που χρησιμοποιεί ορείχαλκο 3. φρ. «σιδήρια λιθουργά» εργαλεία τού κτίστη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + (F)οργός (< ἔργον), πρβλ. ξυλ… …

    Dictionary of Greek

  • 4ξίφαι — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «τὰ ἐν ταῑς ῥυκάναις δρέπανα ἤ σιδήρια». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με ξίφος, ενώ έχει προταθεί και η διόρθωση της σε ξιφίδια] …

    Dictionary of Greek

  • 5σφύρημα — τό, Α στον πληθ. σφυρήματα (κατά τον Ησύχ.) «τὰ σιδήρια, ὅτι οὐ χεῑται». [ΕΤΥΜΟΛ. < σφῦρα, μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *σφυρῶ, έω] …

    Dictionary of Greek

  • 6χαράσσω — Ν ΜΑ, και χαράζω Ν, και αττ. τ. χαράττω Α 1. κάνω εγκοπές, γραμμές ή γράμματα πάνω σε μια επιφάνεια με αιχμηρό όργανο, εγχαράσσω 2. γράφω 3. σχεδιάζω τις κύριες γραμμές μιας μελλοντικής κατασκευής ή ορίζω και σημειώνω στο έδαφος τον άξονα ενός… …

    Dictionary of Greek