τὰ πρώτιστα
1πρωτίστα — πρωτίστᾱ , πρώτιστος the very first fem nom/voc/acc dual πρωτίστᾱ , πρώτιστος the very first fem nom/voc sg (doric aeolic) …
2πρώτιστα — πρώτιστος the very first neut nom/voc/acc pl πρώτιστος the very first neut nom/voc/acc pl …
3πρωτίστας — πρωτίστᾱς , πρώτιστος the very first fem acc pl πρωτίστᾱς , πρώτιστος the very first fem gen sg (doric aeolic) …
4πρώτισθ' — πρώτιστα , πρώτιστος the very first neut nom/voc/acc pl πρώτιστα , πρώτιστος the very first neut nom/voc/acc pl πρώτιστε , πρώτιστος the very first masc voc sg πρώτιστε , πρώτιστος the very first masc/fem voc sg πρώτισται , πρώτιστος the very… …
5πρώτιστ' — πρώτιστα , πρώτιστος the very first neut nom/voc/acc pl πρώτιστα , πρώτιστος the very first neut nom/voc/acc pl πρώτιστε , πρώτιστος the very first masc voc sg πρώτιστε , πρώτιστος the very first masc/fem voc sg πρώτισται , πρώτιστος the very… …
6πρώτιστος — η, ο / πρώτιστος, ίστη, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος, και δωρ. τ. πράτιστος, ίστη, ον Α (ως υπερθετικό τού πρώτος) 1. ο πρώτος ανάμεσα σε όλους, ο πρώτος πρώτος 2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) πρώτιστα κυρίως, πρώτα πρώτα νεοελλ. 1. συνεκδ. κυριότατος, ο… …
7Janus — For other uses, see Janus (disambiguation). Bifrons redirects here. For other uses, see Bifrons (disambiguation). A statue representing Janus Bifrons in the Vatican Museums In ancient Roman religion and mythology, Janus is the god of beginnings… …
8Achilleis (trilogy) — Priam (right) entering the hut of Achilles in his effort to ransom the body of Hector. The figure at left is probably one of Achilles servant boys. (Attic red figure kylix of the early fifth century BCE) The Achilleis (after the Ancient Greek… …
9κατάπρωτος — η, ο ο πρώτος από τους πρώτους, πρώτιστος. επίρρ... κατάπρωτα πρώτα πρώτα, πρωτίστως, πρώτιστα, κυριότατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πρῶτος. Η λ., στο θηλ. κατάπρωτη, μαρτυρείται από το 1782 στον Αδαμ. Κοραή] …
10μαστιγοφόρος — α, ο (Α μαστιγοφόρος, ον) αυτός που έχει ή κρατάει μαστίγιο («καὶ μαστιγοφόρους τριακοσίους ὑπηρέτας», Αριστοτ.) νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μαστιγοφόρα (ζωολ. βοτ.) πρώτιστα πρωτόζωα ή πρωτόφυτα, τα οποία φέρουν ένα ή περισσότερα μαστίγια …
- 1
- 2